Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

au revoir

.

Τελευταία μέρα μαζί.

Κρατώ τα μάτια κλειστά, δεν θέλω να ξυπνήσω. Σε νιώθω δίπλα μου, τόσο κοντά μου, δεν θέλω να σκέφτομαι πως σήμερα θα φύγεις και θα κάνω μέρες, εβδομάδες, μήνες ίσως να σε ξαναδώ. Νιώθω το ξύπνημά σου, σφίγγομαι πάνω σου, τρυπώνω στην αγκαλιά σου. Το χάδι σου είναι στοργικό, τρυφερό. Αφήνεις το χέρι σου στη μέση μου. Μένουμε έτσι, ανασαίνουμε ο ένας τον άλλον.

- Ξέρεις... δεν θέλω να κάνουμε τίποτε. Θέλω να πω... μόνο και μόνο επειδή έχουμε την ευκαιρία, μόνο και μόνο επειδή ξέρουμε ότι θα κάνουμε καιρό να ιδωθούμε. Δεν το θέλω. Θέλω να σε κρατώ έτσι, κοντά μου, μόνο να σε κρατώ.

Ένας κόμπος στο λαιμό μου δεν με αφήνει να μιλήσω. Σε αγκαλιάζω τυφλά, τα δάχτυλά μου βρίσκουν την γνώριμη αυλακιά στη βάση της ραχοκοκαλιάς σου. Από όλες τις ερωτικές στιγμές που ζήσαμε, αυτή είναι η πιο δυνατή.


Σε περιμένω να ετοιμαστείς. Κοιτάζω την πόρτα του μπάνιου και σκέφτομαι, γαμώτο, μ' αρέσει αυτός ο άντρας. Μ' αρέσει ο τρόπος που σκέφτεται, ο τρόπος που μιλάει, ο τρόπος που γαμάει, ακόμα και ο τρόπος που χέζει μου αρέσει. Να με πάρει ο διάολος, θέλω να είμαι μαζί του, θέλω να είμαι μαζί του με κάθε τρόπο.

Στο ταξίδι μιλάμε ελάχιστα. Τα έχουμε πει όλα αυτές τις πέντε μέρες. Τώρα απλώς είμαστε μαζί. Ακούμε Buddha Bar και βλέπουμε το τοπιό να φεύγει.

Σταματάς λίγα τετράγωνα πριν το σπίτι μου. Φορτώνομαι το σακίδιο, τον υπνόσακο. σου αγγίζω το μάγουλο.
- Αυτήν την ώρα, έτσι όπως αισθάνομαι, ως και το παιδί θα άφηνα για να έρθω μαζί σου.
Χαμηλώνεις το βλέμμα, κοιτάς γύρω, γυρεύεις διέξοδο.
- Όχι, το παιδί όχι.
Νιώθω λίγο ενοχλημένη, είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνεις;
- Όχι φυσικά, δεν θα το άφηνα με τίποτε. Θέλω απλώς να σου πω πώς αισθάνομαι.

Το σύννεφο διαλύεται. Κοιταζόμαστε.

- Τώρα θα σε ξεχάσω για λίγες εβδομάδες. Θα πάμε διακοπές οικογενειακά, θέλω να χαλαρώσω και να περάσω καλά, θέλω να τις χαρούμε όλοι μαζί, με το παιδί. Μετά θα δω τι θα κάνω.

Ξέρω καλά τι θα κάνω. Μέσα μου έχω αποφασίσει. Μετά τις διακοπές θα του μιλήσω. Αφού δεν φεύγει εκείνος, θα φύγω εγώ.

Για τίποτα στον κόσμο δεν θέλω να σε χάσω.


- Καλή μας αντάμωση.
- Σ' αγαπώ.

- Κι εγώ.

Μπαίνεις στο αμάξι και χάνεσαι στην στροφή του δρόμου.

Καλό σου ταξίδι, αγάπη μου.





Get Your Own Player!



No sé por qué te quiero 
cantan: Ana Belén, Antonio Banderas

No sé por qué te quiero
será que tengo alma de bolero
tú siempre buscas lo que no tengo
te busco en todos y no te encuentro
digo tu nombre cuando no debo.
 
No sé por qué te quiero
si voy a tientas tú vas sin freno
te me apareces en los espejos
como una sombra de cuerpo entero,
yo me pellizco y no me lo creo.
 
Si no me hicieran falta tus besos
me tratarías mejor que a un perro
piensa que es libre porque anda suelto
mientras arrastras la soga al cuello.
 
Querer como te quiero
no va a caber en ningún bolero
te me desbordas dentro del pecho
me robas tantas horas de sueño
me miento tanto que me lo creo.

Querer como te quiero
no tiene nombre ni documentos
no tiene madre no tiene precio
soy hoja seca que arrastra el tiempo
medio feliz en medio del cielo.



Γιατί να σ’ αγαπάω;
τραγουδούν: Άνα Μπελέν, Αντόνιο Μπαντέρας

Γιατί να σ’ αγαπάω;
Όλη την ώρα σου τραγουδάω
Τι να γυρεύω, τι να ζητάω
Σε ψάχνω σε όλους μα δεν σε βρίσκω
Και τ’ όνομά σου άθελα μου λέω
 
Γιατί να σ’ αγαπάω;
Εσύ πετάς, εγώ περπατάω
Μες στους καθρέφτες σε συναντάω
Σαν μια σκιά δίπλα στην δική μου
Το βλέπω κι όμως δεν το πιστεύω
 
Άμα δεν λαχταρούσα τα φιλιά σου
Δεν θα με είχες πιστό σκυλί σου
Λεύτερο νιώθει, μα το λουρί του
Γερά κρατάς με τα δυο σου χέρια
 
Έτσι όπως σ’ αγαπάω
Μες στο τραγούδι μου δεν χωράω
Από το στήθος μου ξεχειλίζω
Μου κλέβεις ώρες απ’ τα όνειρά μου
Είναι σαν ψέμα, δεν το πιστεύω
 
Έτσι όπως σ’ αγαπάω
Δεν έχει λέξεις, γραφτά δεν έχει
Δεν έχει μάνα, τιμή δεν έχει
Φύλλο πεσμένο που ταξιδεύει
Ευτυχισμένο στον ουρανό


Αν σας άρεσε το τραγουδάκι, δείτε το κι εδώ με την Άνα Μπελέν και τον αγαπημένο της, τον Μπίκτορ Μανουέλ. Καμμία σχέση με τον Μπαντέρας: εδώ, οι άνθρωποι αγαπιούνται. Είναι η διαφορά ανάμεσα σε μια τέλεια τούρτα ζαχαροπλαστείου και σε ένα φρέσκο σπιτικό γλυκό. Υπέροχα και τα δύο, καθένα με τον τρόπο του.

Ana Belén, Víctor Manuel


Κυριακή 19 Απριλίου 2009

mojito

.

Μαύρη κοντή φούστα και κόκκινο μακώ με μια μαύρη στάμπα - ένα φύλλο κάνναβης - στο στήθος. Κόκκινα κοραλλένια σκουλαρίκια και κόκκινο κραγιόν.


Πόσο με διασκεδάζει να βγαίνω μαζί σου!

Στο μπαρ είναι όλοι μια παρέα. Πιάνω μια κοπέλα με λουλουδάτο φόρεμα και γεμάτο σώμα και την τραβώ στην πίστα. Ξέρει να χορεύει, ακολουθεί άψογα. Ο dj μας κερνά mojito. Είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζω. Μ' αρέσει η φρεσκάδα του δυόσμου. Ο κοντός και γεροδεμένος τύπος δίπλα μου στο μπαρ είναι κολομβιανός, μιλάμε στη γλώσσα του, με παίρνει να χορέψουμε. Το στυλ του είναι λατινοαμερικάνικο, καμμία σχέση με τους έλληνες που βγαίνουν από τις σχολές χορου.

-Εσύ ξέρεις να χορεύεις! - φωνάζει ξαφνιασμένος.

Γελάω. Μ' αρέσει να χορεύω μαζί του, μου θυμίζει τους λατίνους που μου έμαθαν χορό στα μπαρ πριν δεκαπέντε χρόνια. Ο ίδιος ρυθμός, η ίδια ελεύθερη κίνηση.


Γυρίζω κοντά σου. Κουβεντιάζεις με μια κοπέλα μόνη, τα πρόσωπά σας γέρνουν το ένα κοντά στο άλλο για ν' ακούσετε τις λέξεις μέσα από τη δυνατή μουσική. Γελάει και γέρνει στο πλάι το κεφάλι. Μιλάει για τον εαυτό της, μιλάει για σένα. Μπαίνω στην κουβέντα. Είναι συμπαθητική αλλά κάπως τραχιά. Έχει κάτι το επαρχιώτικο. Με αφήνει αδιάφορη.

Κάποια στιγμή πηγαίνει για ποτό. Κοιταζόμαστε.
-Γουστάρει.
-Φως φανάρι.
-Θες να κάνουμε κάτι όλοι μαζί;

Το σκέφτομαι. Το έχουμε πει πολλές φορές, έχουμε παίξει με τη φαντασία μας, αλλά ποτέ δεν το έχουμε κάνει πράξη. Αναρωτιέμαι, θέλω να το κάνω μόνο και μόνο για να έχω να λέω ότι το έκανα;


-Κοίτα να δεις, δεν γουστάρω. Δε μου βγαίνει μαζί της. Αν όμως εσύ γουστάρεις, από μένα ελεύθερα.

-Είσαι σίγουρη;
-Και με το παραπάνω.
-Θα ένιωθες καλά έτσι;
-Αρκεί να ξέρω ότι εσύ περνάς καλά.
-Και πού θα πας; Τι θα κάνεις;
-Δεν χάνομαι. Υπάρχουν άλλα δωμάτια. Εξάλλου ο dj νομίζω θα με φιλοξενούσε ευχαρίστως.
-Είσαι φοβερή κοπέλα.
-Θέλω να είσαι καλά. Θέλω να είσαι ελεύθερος.
Μου κρατάς το χέρι. Κοιταζόμαστε.

Η κοπελιά επιστρέφει. Κουβεντιάζουμε, γελάμε, χορεύουμε. Κάποια στιγμή σε τραβάει να χορέψετε μαζί.
-Δεν ξέρω χορό.
-Έλα ρε συ, τι θα πει δεν ξέρω.
-Έχεις δίκιο, μαλακία είπα.

Σηκώνεσαι. Είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω να χορεύεις. Το σώμα σου λυγίζει και στρίβει και ξαφνιάζομαι, δεν φανταζόμουν ότι είχες τόσο όμορφη κίνηση. Έχω κρατήσει μια εικόνα σου μέσα μου, με τα γόνατα λυγισμένα, το κορμί γερμένο μπροστά, το ένα χέρι σηκωμένο ψηλά και το άλλο πίσω, το πρόσωπο γελαστό.


Έρχεσαι κοντά μου.
-Τι λες, πάμε;
-Οι δυο μας;
-Οι δυο μας.
-Είσαι σίγουρος;
-Και με το παραπάνω.

Στο δωμάτιο σε ρωτώ ξανά.
-Πώς και δεν ήθελες να πας με την κοπελιά; Μήπως νόμιζες ότι θα με πειράξει;
-Όχι, όχι. Απλά... δεν είχε σημασία. Ήθελα να είμαι μαζί σου.
Σε κοιτάζω.
-Ήσουν η καλύτερη εκεί μέσα. Γιατί να διαλέξω άλλη; Αφού έχω δική μου την καλύτερη γυναίκα.
Βουλιάζω στα λόγια σου. Η αγκαλιά σου με νανουρίζει. Σκεπάζομαι με την ασφάλεια της αγάπης σου.

Πόσο όμορφο να είσαι ξεχωριστή, μοναδική.

Πόσο όμορφο να σ' αγαπούν και να σε θέλουν.


Και να σου το λένε.

.

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

αιχμάλωτες εικόνες

.

Μεσημεράκι. Έχουμε φάει. Ξαπλώνουμε μέσα στη σκηνή. Οι δυο πόρτες ανοιχτές για να δροσίζει. Τα ρούχα περισσεύουν. Απόλυτη ησυχία.

Αφήνεις σε μια γωνιά λεφτά, κλειδιά, φωτογραφική μηχανή.
-Για να δω τι φωτογραφίες έβγαλες.
Το κάστρο, η παραλία, το χωριό. Η αιώρα, η σκηνή, το δέντρο μας. Εγώ με το κόκκινο καφτάνι χτενίζομαι με το κεφάλι ριγμένο μπροστά. Εσύ με το μαύρο μαγιό στάζεις νερά μπροστά σ' ένα θεώρατο κύμα.
-Δώσε μου τη μηχανή.
Σκοπεύεις με το φακό. Γελάω.

Κλικ.

-Σειρά μου τώρα.
Ο χώρος μικρός, τα πλάνα κοντινά. Σημαδεύω ακριβώς στο κέντρο.

Κλικ, κλικ.

Μου αρέσει που σου αρέσει. Σκύβω και γυρίζω το κεφάλι λοξά, θέλω να σε τραβήξω από το πλάι. Μου αρέσει αυτή η δυνατή καμπύλη, αυτό το κυρτό σχήμα που θυμίζει τόξο.

Κλικ, κλικ, κλικ.

Κοιτάζω τις φωτογραφίες.
-Είναι πανέμορφο.
-Εσύ είσαι πανέμορφη.
-Θέλω να το φιλήσω.
Σε αγγίζω με τα χείλη μου, καρφώνω τα μάτια μου στο πρόσωπό σου. Βαθιά ανάσα. Χαμόγελο. Με κοιτάζεις μέσα από τη μηχανή.

Κλικ, κλικ.

-Μ' αρέσει να σε βλέπω.
-Μ' αρέσει να με βλέπεις.

Κλικ.

Σηκώνω το κεφάλι.
-Έλα πίσω μου.
-Ό,τι θέλεις.
Νιώθω το χάδι σου στην πλάτη μου.
-Έχει όμορφη θέα από δω.

Κλικ, κλικ.

-Τι θα 'λεγες να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο;
-Ό,τι γουστάρεις.
-Έλα λίγο πιο ψηλά. Αργά. Έτσι. Πολύ αργά. Έτσι. Τώρα πάλι. Α!
-Πόνεσες;

-Άσε με να σε οδηγήσω.

-Έλα μάτια μου, είναι δικό σου.

Ανοίγω αργά, απαλά, σε δέχομαι μέσα μου. Τώρα νιώθω αληθινά δική σου, οκοληρωτικά παραδομένη, είναι τόσο απολαυστικό αυτό ώστε ζαλίζομαι, τα χέρια σου στην πλάτη μου, στο στήθος μου, στα μπούτια μου, στην κοιλιά μου, αργά, αργά, μικρές, απαλές κινήσεις, τόσο αργά ώστε μου κόβεται η ανάσα.

Κλικ, κλικ, κλικ.

Θέλω να δω τι βλέπεις, θέλω να με δω από κει που με βλέπεις εσύ, θέλω να γνωρίσω τον δικό σου κόσμο.

Θέλω να αιχμαλωτίσω την εικόνα σου, θέλω να σου χαρίσω τη δική μου.

Κλικ.

Οι ομορφότερες φωτογραφίες είναι όσες δεν μπόρεσα να τραβήξω.

Οι μαγικότερες εικόνες είναι όσες ζούνε μέσα στη φαντασία.

.

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

μαργαρίτα

.

Η κολόνα των αυτοκινήτων είναι σχεδόν ακίνητη εδώ και ένα τέταρτο. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχα τσιτώσει. Τώρα όμως είμαι μαζί σου. Ο χρόνος είναι δικός μας. Μουσικούλα και κουβεντούλα και η συντροφιά σου όλη δική μου.


- Πεινάω.
- Κι εγώ.
- Έχουμε τίποτα;
- Κάτσε να δω το ψυγειάκι.
Τρία καρότα, ένα λεμόνι, αλάτι και νερό. Ξεφλουδίζω τα καρότα με το σουγιά και τα μασουλάμε με γέλια.
-Μπορούμε να στίψουμε και λεμονάδα.
-Έχουμε κι αλάτι, αν είχαμε τεκίλα θα φτιάχναμε μαργαρίτα.

- Τρελαίνομαι για αλάτι και λεμόνι.
-Μμμ, κι εγώ.

Στίβω το μισό λεμόνι μέσα στο μπουκάλι με το νερό και μοιραζόμαστε τις γουλιές.

Το μποτιλιάρισμα συνεχίζεται ως εκεί που φτάνει το μάτι. Όλη η εθνική κλειστή. Καθώς προχωράμε με βήμα σαλίγκαρου, αριστερά μας φαίνεται μια έξοδος.
-Δεν πάμε από δω;
-Βγάζει άραγε;

-Κάπου θα βγάζει.

Παίρνουμε την παλιά εθνική. Στενή και αργοκίνητη, μας ταξιδεύει μέσα από μικρά χωριά με ανθισμένα γεράνια και βουκαμβίλιες. Χαμηλά σπίτια με αυλές και εξοχή. Μισή ώρα μετά φτάνουμε σε ένα χωριό παραθαλασσιο. Δέκα σπίτια, μια ταβέρνα, ένα μπαρ κι ένα ξενοδοχείο.

Ανεβαίνουμε στο δωμάτιο. Μπαίνω για ντους πρώτη εγώ. Όταν βγαίνεις από το μπάνιο σε περιμένω με την αλατιέρα και το λεμόνι στο κομοδίνο. Γελάς.
-Είσαι απίστευτη.
-Κερνάω μαργαρίτα.


Λίγες σταγόνες λεμόνι, λίγοι κόκκοι αλατιού.
Τρελαίνομαι για αλάτι και λεμόνι.

Πρώτα εσύ, μετά εγώ.
Στήθος, κοιλιά, αφαλός.
Κι ύστερα πιο χαμηλά.



Ξυνό, αλμυρό, γλυκό.
Η γεύση του κορμιού σου.
Η αψιά μυρωδιά σου με ζαλίζει.

Η γλώσσα μου καίει ερεθισμένη.
Η αλμύρα με ξεσηκώνει.
Φουσκώνω σαν κύμα και σε συναντώ.

Σεντόνια μουσκεμένα με έρωτα.

.

Σάββατο 11 Απριλίου 2009

κάστρα στην άμμο

.

Χυμένη στην πετσέτα κάτω από τον ζεστό ήλιο, χαζεύω νωχελικα τους ελάχιστους ανθρώπους. Είσαι δίπλα μου, τόσο κοντά μου ώστε θα μπορούσα να σε αγγίξω αν ήθελα. Οι κουβέντες μας εναλάσσονται με παύσεις σε έναν ρυθμό ράθυμο, καλοκαιρινό.


Βρισκόμαστε στην άκρη της παραλίας, κοντά στη ρίζα του βράχου, ακριβώς εκεί όπου αρχίζει το μονοπάτι για το κάστρο. Πίσω από τους αμμόλοφους ξεπροβάλει ένα ζευγάρι. Το αγόρι έχει σώμα δεμένο, τετράγωνο και πολύ σκούρο. Η κοπέλα φοράει μόνο το κάτω μέρος του μαγιό, ένα πορτοκαλί μπικίνι χωρίς καθόλου σχέδια. Το μαύρισμά της είναι ομοιόμορφο. Είναι λεπτή, με μικρό στήθος. Βαδίζει με άνεση, το σώμα της μοιάζει φτιαγμένο να κινείται. Η ρυθμική κίνηση των γοφών με μαγνητίζει, το στήθος της χαμογελάει. Είναι μελαχρινή, νομίζω, με λεπτή μύτη και σαγόνι.

Ακολουθείς το βλέμμα μου.
- Όμορφη.
- Μμμμ.
-Ωραίο κορμί.
-Ναι.
Γυρίζεις απ' την άλλη μεριά στην πετσέτα.
-Ζέστη.
-Πολλή.

Αφημένοι στον ήλιο, ο χρόνος στάζει αργά στην άμμο. Το βράδυ είναι ακόμη μακριά.

Η σκιά του βράχου προχωρεί πάνω μας. Σηκωνόμαστε. Τινάζουμε την άμμο.

Στη διαδρομή είμαι αφηρημένη
-Τι σκέφτεσαι;
-Μμμ, τίποτα.
Το χέρι σου στο γόνατό μου.
-Την κοπελιά στην παραλία.
-Με το πορτοκαλί μαγιό;
-Ναι.

Φτάνουμε στη σκηνή πεινασμένοι και διψασμένοι. Κόβεις το πεπόνι με το σουγιά και μου δίνεις μια φέτα. Τα δάχτυλά σου στάζουν. Δαγκώνουμε το ώριμο φρούτο και πετάμε τις φλούδες.

Ξαπλώνεις πρώτος, εγώ δίπλα σου.
-Ακόμη την σκέφτεσαι;
-Μμμμ...
-Θα 'θελες να την είχες τώρα εδώ;
-Ξέρεις τι θα 'θελα;
-Πες μου.
-Θα 'θελα να 'μουν άντρας. Να την αγκαλιάσω σαν άντρας. Να νιώσω πώς είναι να κυριεύεις μια γυναίκα, να την κάνεις ολότελα δική σου.
Γονατίζω δίπλα σου.
-Να νιώσω πώς είναι να έχεις τον έλεγχο, τη δύναμη, την εξουσία.
Βρίσκομαι πάνω σου.
-Να την νιώσω να με θέλει, να την κρατήσω σφιχτά κάτω μου, να την...
-Κάνε με ό,τι θέλεις.
-Ναι!
Κλείνω τα μάτια.
-Να νιώσω πώς είναι να παίρνεις μια γυναίκα.
Με δύναμη.
-Να νιώσω πώς είναι να είσαι άντρας.
Τώρα.

-Μ' αρέσει να σε βλέπω έτσι.

Με πλημμυρίζει ένα κύμα ζεστασιάς κι ευγνωμοσύνης.


-Μαζί σου νιώθω ελεύθερη.

Ελεύθερη να λέω όσα σκέφτομαι.

Ελεύθερη να είμαι όπως αισθάνομαι.


Πόσο πολύτιμη μου είναι αυτή η ελευθερία.

.

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Κ2

.

είμαι εξαντλημένη


κάνει κρύο εδώ πάνω

ο αέρας είναι τόσο αραιός
ώστε ο ήχος σωριάζεται λαχανιασμένος


μα η κορυφή είναι κοντά, πολύ κοντά

κι ύστερα πια είναι όλο κατηφόρα

.