Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

απολογισμός

.

Ήρθε η ώρα του απολογισμού.

Αμύθητα κέρδη, ανυπολόγιστες ζημίες. Ισολογισμός αρνητικός. Λάθος επένδυση. Μηδέν εις το πηλίκον.

Μόνη ξεκίνησα, μόνη κατέληξα.

Μα πώς κατάφερα να είμαι τώρα περισσότερο μόνη παρά πρώτα;

.



Μόνος ήσουν πάντα

Λευτέρης Παπαδόπουλος-Τάσος Καρακατσάνης
τραγουδά η Χαρούλα Αλεξίου

Μόνος ήσουν πάντα
σαν κρυφή μπαλάντα
σαν κρυφή πηγή.

Μόνος είσαι πάλι
στ' άδειο προσκεφάλι
μοναχός στη ζωή.

Γείρε και κοιμήσου
όσο κι αν πονείς.
Χάνεσαι, σκορπιέσαι
μα για σένα κανείς.

Μόνος ήσουν πάντα
σαν κρυφή μπαλάντα
σαν κρυφή, σαν κρυφή πηγή.

Χάραξε κι ακόμα
τριγυρνάς στο στρώμα
για να ξεχαστείς.

Μόνος ήσουν πάντα
σαν κρυφή μπαλάντα
μόνος όπως κι εμείς.

Γείρε και κοιμήσου
όσο κι αν πονείς.
Χάνεσαι, σκορπιέσαι
μα για σένα κανείς.

Μόνος ήσουν πάντα
σαν κρυφή μπαλάντα
μόνος, μόνος όπως κι εμείς.


.

Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

νικητές και ηττημένοι

.

Νόμιζα πως ο έρωτας ήταν ένα παιχνίδι που παίζουν δύο άνθρωποι μαζί. Ένα παιχνίδι που διασκεδάζουνε μαζί, ένα παιχνίδι που η νίκη του ενός είναι και νίκη του άλλου.

Τόσο αφελής ήμουν.

Δεν φανταζόμουν πως είναι το πιο σκληρό και ανταγωνιστικό παιχνίδι που υπάρχει.

Άκουγα εκείνες τις ατάκες, πως ο έρωτας είναι σαν τον πόλεμο, και δεν τις καταλάβαινα. Νόμιζα πως για να κερδίσεις πρέπει να δοθείς ολόψυχα, να παραδοθείς άνευ όρων.

Τέτοια ασχετοσύνη.

Άνοιξα όλα τα χαρτιά μου και στα έδειξα. Έπαιξα όλους μου τους άσσους στον πρώτο γύρο. Ποντάρισα όλες μου τις μάρκες, νομίζοντας πως έκανες κι εσύ το ίδιο.

Τέτοιος μαλάκας είμαι.

Για να βρεθώ στο τέλος όχι απλώς χαμένη, αλλά μαδημένη.

Κι εσύ, ο κερδισμένος, τα παίρνεις όλα.

Δε λέω, ήξερα πως γίνονται και τέτοια. Αλλά νόμιζα πως συμβαίνουν μόνο στους άλλους. Νόμιζα πως στον αληθινό έρωτα είναι διαφορετικά.

Άκου να δεις τώρα!

Σαράντα χρονών γυναίκα!

Να νομίζω πως ο δικός μας έρωτας είναι αλλιώτικος από τους άλλους!

Αφέλεια και αλαζονεία μαζί!

Να πεις ότι δεν είχα διαβάσει ούτ' ένα φωτορομάντζο, ότι δεν είχα ακούσει ούτ' ένα τραγουδάκι; Είχα, πώς δεν είχα, αλλά νόμιζα ότι αφορούσαν τους άλλους.

Καβάλα στο καλάμι.

Έπαιξα με λάθος κανόνες.

Κι έχασα.

Κι εσύ, ο κερδισμένος, τα πήρες όλα και ζητούσες κι άλλα. Ζητούσες και δεύτερο βραβείο, ζητούσες και άφεση, ζητούσες και δικαίωση. Λες και δεν ήταν αρκετό που κέρδισες.

Η αλαζονεία του νικητή.

...

Δε βαριέσαι, αγόρι μου. Τελικά, στο ίδιο καζάνι βράζουμε όλοι.


Νικητές και ηττημένοι.

.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

φαύλος κύκλος

.

Πρέπει μήπως να πω ότι ακόμα σε ποθώ, ακόμα σε θέλω, ακόμα και τώρα που ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν σε θέλω πια;

Υπερβολικά προφανές, έτσι δεν είναι;

Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν σε θέλησα ποτέ πραγματικά, ότι οι καθυστερήσεις και οι αμφιβολίες μου κατά βάθος έδειχναν ότι δεν σε είχα αγαπήσει, ότι ήταν μια επιπόλαιη περαστική ιστορία, ένα πυροτέχνημα που θα διαλυόταν αργά ή γρήγορα.

Μαλακίες.

Σε ήθελα πάνω από κάθε τι άλλο, μου άρεσε τρελά να είμαι μαζί σου, να μιλώ, να γελώ, πάνω από όλα αυτό, αγαπούσα τις κουβέντες μας, αγαπούσα την άνεση και την ελευθερία που ένιωθα κοντά σου, την ελευθερία να είμαι εγώ και να νιώθω αγαπημένη.

Αυτό που μου στοίχισε περισσότερο δεν ήταν τόσο η καθαυτό απώλεια, όσο το σπάσιμο της εμπιστοσύνης. Εμπιστεύτηκα τα αισθήματά μου κι έκανα λάθος. Αισθάνομαι πως δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να τα εμπιστευτώ. Κι αυτό είναι το χειρότερο.

Κατά τα άλλα, σε μισώ, σε φθονώ, σε περιφρονώ, και σ' αγαπώ, και σε θέλω, και μου λείπεις, και όλα αυτά είναι αμβλυμένα από την εξάντληση και το μούδιασμα του πόνου.

Ξέρω καλά πως δεν θα σε ξαναδώ ποτέ, δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ, κι αν κάποτε ιδωθούμε θα είμαστε δυο άλλοι.

Ξέρω καλά πως τίποτε από όλα αυτά δεν έχει σημασία.

Και να που τώρα που έφτασα στο τέλος, μοιάζει να μην έχω κουνήσει ούτ' ένα βήμα απ' την αρχή.

.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

ανατροπή

.

Ανεβαίνω την Κηφισίας με το παπί. Πιάνω αριστερή, σε λίγο θα στρίψω. Κόβω ταχύτητα, πλησιάζω στο φανάρι. Μια πόρτα ανοίγει ξαφνικά μπροστά μου. Τα χέρια μου εκτελούν τον ελιγμό πριν ο εγκέφαλός μου προλάβει να συνηδειτοποιήσει τι συμβαίνει. Περνάω, μα η άκρη του καθρέφτη αγγίζει την πόρτα. Μια ελάχιστη επαφή. Αρκετή για να χάσω την ισορροπία μου.

Την άλλη στιγμή βρίσκομαι στη άσφαλτο, καυτή και σκληρή. Τρίξιμο λαμαρίνας, καμμένο λάστιχο κι ένας απίστευτος πόνος μου διαπερνά το σώμα. Παγιδευμένη ανάμεσα στη μηχανή και το οδόστρωμα.

Μια πελώρια μαύρη ρόδα στριγγλίζει μπροστά στα μάτια μου. Μετρώ μέσα μου ένα, δύο, τρία.
Σταματά μια πιθαμή από το πρόσωπό μου.

Ξαφνικά με τριγυρίζουν πολλοί άνθρωποι, φωνές, χέρια που σηκώνουν τη μηχανή, με τραβάνε.
- Μη, το πόδι μου, μη.
Όλο μου το σώμα είναι ξεγδαρμένο, διαλυμένο, νιώθω σαν να με έχουν κοπανήσει με το γουδοχέρι. Κάποιος μου βγάζει το κράνος. Ήταν το πρώτο που έσκασε στην άσφαλτο. Πάει για πέταμα τώρα, δεν βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς το είχα χρόνια, καλά που δεν είχε λήξει.


Το ασθενοφόρο φτάνει με ταχύτητα κινηματογραφική. Το νοσοκομείο είναι σχεδόν δίπλα. Ακτινογραφίες, εξετάσεις, ράμματα. Ευτυχώς δεν έσπασα τίποτα. Ένα τεράστιο αιμάτωμα σχηματίζεται στο δεξί μου μπούτι. Ο παράμεσος του αριστερού χεριού έχει σκιστεί στα δύο σαν σαρδέλλα. Κατά τα άλλα, μώλωπες και εκδορές, πάει να πει ψιλοπράγματα, μόνο που καίνε κολασμένα.


Τύχη βουνό, λένε όλοι. Πράγματι. Κλείνω τα μάτια μου και βλέπω πάλι τη ρόδα του φορτηγού.

Τι σκέφτομαι;


Τίποτα.


Η ζωή μου δεν πέρασε από τα μάτια μου σαν ταινία σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ίσως επειδή δεν ήτανε η ώρα μου. Περνάει όμως τώρα, όλη, αργά, σαν απογευματινό σήριαλ.

Σκέφτομαι το παιδί μου, τον άντρα μου, τη μάνα μου, την οικογένειά μου. Σκέφτομαι τα χαμένα όνειρα, το παρελθόν, το μέλλον. Το μέλλον που παραλίγο να μην υπήρχε. Δεν σκέφτομαι πια όσα έχασα, μα όσα έχω. Δεν κάνω σχέδια πια, δεν κάνω όνειρα.

Ζω το σήμερα.

Το χτες υπάρχει μόνο μέσα στη μνήμη.
Το αύριο μόνο μέσα στη φαντασία. Εξάλλου, ίσως και να μην έρθει ποτέ.

Τέλος του παραμυθιού, καλημέρα σας.

.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

γεράματα

.

Έχω ακούσει ότι στους γέρους τα συναισθήματα αμβλύνονται.

Μάλλον γερνάω.

.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

τι τα θες

.

Άκουσα στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου ένα τραγούδι της Γκλόρια Εστέφαν:

"ας ξεχάσουμε το παρελθόν, η ζωή είναι σύντομη..."

Σκέφτηκα τον άντρα μου. Σκέφτηκα μόλις γυρίσω στο σπίτι να βάλω το τραγούδι να παίζει και να τον πάρω να χορέψουμε. Να τον σφίξω πάνω μου και να ξεχάσουμε όσα μας πλήγωσαν. Να ξαναβρούμε τη χαμένη ζεστασιά μας.

Λουλούδια και πουλάκια στην οθόνη.


The end.


Όταν γύρισα σπίτι, έβαλα το τραγούδι να παίζει. Ο άντρας μου ήταν κακόκεφος, ούτε που το πρόσεξε. Η αλήθεια ήταν πως κι εγώ δεν είχα πολλή όρεξη να τον τραβολογάω. Κοντά είκοσι χρόνια πια μαζί, έχουμε βαρεθεί ο ένας τον άλλον. Άσε πια τις κοιλιές και τις φαλάκρες και τις ρυτίδες.


Είναι και που ποτέ δεν μας αρέσουν τα ίδια μέρη, ποτέ δεν γελάμε με τα ίδια ανέκδοτα, όταν εγώ θέλω να βγω εκείνος θέλει να δει τηλεόραση, όταν εκείνος θέλει να παίξουμε μουσική εγώ θέλω να πάμε εκδρομή, βαριέται τις κουβέντες μου, με πνίγουν οι σιωπές του.

Άλλωστε τα ερωτικά τραγουδάκια με τα μέλια και τη ζάχαρη και τα λοιπά καραγκιοζιλίκια είναι για τους ερωτευμένους πιτσιρικάδες, όχι για τις μεσότριβες νοικοκυρές. Όλα αυτά μου φάνηκαν κάλπικα, αγιοβασιλιάτικα, φτηνά κόλπα πανηγυριάτικα.


Τι τα θες αυτά κούκλα μου, δε βαριέσαι...

Πήγα στην κουζίνα να καθαρίσω φασολάκια.


Μέσα το τραγούδι έπαιζε ακόμη.


Get Your Own Player!


Ayer
Gloria Estefan
Ayer encontré la flor que tú me diste, 
imagen del amor que me ofreciste, 
aun guarda fiel el aroma, aquel tierno clavel 
ayer encontré la flor que tú me diste. 
 
Aun guardo aquella carta que me escribiste, 
de un rojo pasional tenia una marca, 
tu firma junto al clavel me puso triste. 
aun guardo aquella carta que me escribiste. 
 
Regresa por favor pues la vida es muy corta, 
salgamos de la duda y del rencor, 
muy bien dice el cantor, lo pasado no importa 
de todo nuestro orgullo es lo peor. 
 
Renovemos la pasión pues la vida es muy corta, 
llenemos de calor el corazón. 
 
Aroma de perdón añora nuestro ser, 
perfume de ilusión de un nuevo amanecer, 
frescor de primavera por toda eternidad 
aroma de perdón añora nuestro ser. 
 
Regresa por favor pues la vida es muy corta, 
salgamos de la duda y del rencor, 
muy bien dice el cantor, lo pasado no importa 
de todo nuestro orgullo es lo peor. 
 
Renovemos la pasión pues la vida es muy corta, 
llenemos de calor el corazón. 
 
Ayer encontré la flor que tú me diste, 
imagen del amor que me ofreciste, 
aun guarda fiel el aroma, aquel tierno clavel 
ayer encontré la flor que tú me diste. 
 
¡Levántense y gocen que la vida es corta! 
¡Alégrense por fin que lo demás no importa! 
Oigan bien sin temor lo que enseña la vida señores 
¡No te busques otra herida con el mismo error! 
¡Oigan bien! 
¡Levántense y gocen que la vida es corta! 
¡Alégrense por fin que lo demás no importa! 
 
Tiren ya todas las penas y busquen la vida buena 
con cariño y armonía como el agua y la arena, 
¡Qué bueno! 
¡Levántense y gocen que la vida es corta! 
 
¡Alégrense por fin que lo demás no importa! 
anímense, sacúdanse, acérquense sin problema, familia 
ya los cueros te llaman, te llaman. 
¡Levántense y gocen que la vida es corta!
¡Alégrense por fin que lo demás no importa! 



Χθες
Γλόρια Εστέφαν

Χθες βρήκα το λουλούδι που μου χάρισες
εικόνα της αγάπης φυλαγμένη
σκορπά ακόμα τριγύρω του γλυκιά ευωδιά 
χθες βρήκα το λουλούδι που μου χάρισες.
 
Χθες βρήκα ένα γράμμα που είχες γράψει
με κόκκινο του πάθους σφραγισμένο
τα λόγια σου ηχούν ακόμα τρυφερά
χθες βρήκα ένα γράμμα που είχες γράψει.
 
Γύρνα σε παρακαλώ, η ζωή είναι μικρή
μακριά ας σκορπίσει φόβος και θυμός
και όλα τα παλιά σβήσ’ τα μονοκοντυλιά
το πείσμα ας διαλύσουν τα φιλιά.
 
Αγάπα με ξανά, η ζωή είναι μικρή
ας γεμίσει η καρδιά με ζεστασιά.
 
Συγγνώμη λαχταράνε οι ψυχές μας
τη λάμψη μιας καινούριας χαραυγής
τη δροσερή φρεσκάδα νέας άνοιξης
συγγνώμη λαχταράνε οι ψυχές μας.
 
Χθες βρήκα το λουλούδι που μου χάρισες 
εικόνα της αγάπης φυλαγμένη
σκορπά ακόμα τριγύρω του γλυκιά ευωδιά 
χθες βρήκα το λουλούδι που μου χάρισες.
 
Σηκωθείτε και γλεντήστε, η ζωή είναι μικρή!
Χαρείτε τη ζωή, τίποτε άλλο δεν μετρά!
Ακούστε καλά τι σας μαθαίνει η ζωή,
μην σκαλίζετε πληγές παλιές και λάθη!
Ακούστε καλά!
 
Διώξτε όλους τους καημούς και χαρείτε τη ζωή
Με αγάπη και στοργή 
Τι χαρά!
 
Σηκωθείτε και γλεντήστε, η ζωή είναι μικρή!
Χαρείτε τη ζωή, τίποτε άλλο δεν μετρά!
Κέφι, χαρά, χορός, αγκαλιά όλοι μαζί,
τα όργανα φωνάζουν δυνατά.
Σηκωθείτε και γλεντήστε, η ζωή είναι μικρή!
Χαρείτε τη ζωή, τίποτε άλλο δεν μετρά!

.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

υποκατάστατα

.

Όταν απέκτησα τη σκύλα μου, εδώ και οκτώ χρόνια, πήγαινα μαζί της μεγάλες βόλτες σε ένα δασάκι κοντά στο σπίτι μας. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι σε φυσική κατάσταση. Σε μερικά σημεία υπάρχουν ερειπωμένα παλιά κτίρια.

Το μεγαλύτερο μέρος καλύπτεται από ψηλά πεύκα και το υπόλοιπο από πουρνάρια και σκίνα. Ένα πλέγμα μονοπατιών απλώνεται στο δάσος ανάμεσα από τους φαρδείς χωματόδρομους. Υπάρχουν σημεία όπου μπορεί κανείς να χωθεί ανάμεσα στη βλάστηση και να χάσει κάθε επαφή με τον πολιτισμό.

Εκεί βρίσκεσαι μόνος με τη φύση.

Στις βόλτες μου συναντούσα ανθρώπους να κάνουν jogging, ποδήλατο, περίπατο, να βγάζουν βόλτα τον σκύλο τους. Με κάποιους έπιανα κουβέντα, ιδίως όταν τα σκυλιά έπαιζαν μαζί. Μετά από λίγες μέρες ανταλάσσαμε χαμόγελα καλοσωρίσματος, μετά από λίγες εβδομάδες ήμασταν φίλοι.

Σε μια τέτοια κουβέντα με μια φίλη είπα ότι το δάσος αυτό ήταν όμορφο, αλλά δεν ήταν παρά ένα υποκατάστατο. Εγώ λαχταρούσα ένα μεγάλο δάσος, ένα δάσος αληθινό, απέραντο, άγριο, μακριά από την πόλη, όχι ένα δάσος μικρό που σε μια ώρα το φέρνεις βόλτα ολόκληρο, όχι ένα δάσος τσουρούτικο, με πάρκινγκ δίπλα στη λεωφόρο, με πόρτα και μαντρότοιχο. Η φίλη με άκουσε προσεκτικά και είπε:

- Δεν είναι υποκατάστατο. Είναι το δάσος σου. Εδώ ζεις. Εδώ πηγαίνεις την καθημερινή σου βόλτα. Αυτό το δάσος σε ζει, σε τρεφει, σε στηρίζει. Το άλλο, το μεγάλο που λαχταράς, είναι ένα όνειρο, μια φαντασίωση.


Ομολογώ ότι κλονίστηκα. Από τη μέρα εκείνη άρχισα να βλέπω το δάσος με άλλο μάτι. Είδα ότι ήταν μεγάλο και πυκνό, τόσο ακριβώς μεγάλο και πυκνό όσο χρειαζόμουν. Είδα ότι ήταν αγνό και καθαρό και φροντισμένο. Είδα ότι ήταν δροσερό και φιλόξενο, σκιερό όταν ήθελα σκιά, ηλιόλουστο όταν ποθούσα φως. Είδα ότι ήταν εκεί, κοντά μου, παρόν, όταν το χρειαζόμουν. Αγάπησα το δάσος μου. Έμαθα να το βλέπω και να το εκτιμώ όπως ήταν. Έμαθα να το αγκαλιάζω με ευγνωμοσύνη, όπως με αγκάλιαζε κι εκείνο.

...

Τις προάλλες κοίταζα τον άντρα μου.

Τον άντρα που στάθηκε δίπλα μου δεκαπέντε χρόνια. Τον άντρα που τσακωθήκαμε χίλιες φορές και που φιλιώσαμε άλλες τόσες. Τον άντρα που κάναμε έρωτα εκατοντάδες φορές με δεκάδες τρόπους: με πάθος, με θυμό, με θλίψη, με πλήξη, με αγάπη, με στοργή, με απογοήτευση.

Γέννησα το παιδί μου καθισμένη πάνω στα γόνατά του.

Θυμήθηκα τα αδέξια δώρα του, το ζεστό φαγητό τις κρύες νύχτες, τα ερωτικά γράμματα χωμένα στο συρτάρι. Μαζί πέσαμε άπειρες φορές και σηκωθήκαμε ξανά.

Ο άντρας που λατρεύω να μισώ.

Ο άντρας που ζει δίπλα μου βουβά ενόσω εγώ ονειρεύομαι άλλους άντρες.

Ο άντρας μου.


...


Όχι, δεν είναι υποκατάστατο.


Είναι η ζωή μου.

Όλα τα άλλα είναι ένα όνειρο.

...


Η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει ενόσω είμαστε απασχολημένοι κάνοντας άλλα σχέδια.

Τζων Λέννον

.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2009

στροφή

.

Εκείνη τη μέρα πάλι ξύπνησα κλαίγοντας.

Πλύθηκα, συνήλθα λίγο, έφαγα πρωινό. Φίλησα την κόρη μου που έφευγε για το σχολείο. Ύστερα γύρισα στο κρεβάτι και συνέχισα να κλαίω.

Ο άντρας μου ήρθε δίπλα μου. Αιφνιδιάστηκα. Πάει πολύς καιρός που δεν μιλάμε πια. Κάθησε στην άλλη άκρη του κρεβατιού, με την πλάτη στραμμένη προς τα μένα.

- Ξέρω πως δεν είσαι ευτυχισμένη μαζί μου. Έχω καταλάβει πως δεν με αγαπάς. Δεν ήθελα να το πιστέψω, αλλά είναι φανερό πια. Θέλω να ξέρεις ότι το ξέρω. Δεν σκοπεύω να φύγω, θέλω να είμαι δίπλα στο παιδί μου. Αλλά θέλω να ξέρεις πώς αισθάνομαι.

Πνίγω το πρόσωπό μου στα χέρια μου.

- Θέλω να είσαι καλά, δεν θέλω να σε πληγώσω, θέλω να είσαι καλά...

- Είμαι καλά. Όσο καλά γίνεται τέλος πάντων. Τώρα που το ξεκαθαρίσαμε αυτό, πιστεύω πως θα είμαι καλύτερα.

Θέλω να πω κάτι, μα η φωνή μου δεν βγαίνει.

Σηκώνεται και φεύγει απ' το δωμάτιο.

Μένω μόνη.

...

Κοιτάζω μέσα μου.

Πόσοι μήνες πέρασαν;

Πέντε, έξι, επτά, οκτώ;

Απούσα. Τόσον καιρό ήμουν απούσα. Γύρω μου η ζωή συνεχίζεται, η πραγματική ζωή, κι εγώ χαμένη σε παράλληλους κόσμους. Πόσους μήνες χάνω τη ζωή μου;

...

Βράδυ.

Σβήνω το φως.

Για πρώτη φορά εδώ και μήνες, γυρίζω και αγκαλιάζω τον άντρα μου. Βρίσκω τη γνώριμη ζεστασιά του παρήγορη. Νιώθω την καρδιά μου να κλαίει, τα δάκρυα με ζεσταίνουν. Αφήνομαι να βυθιστώ στον ύπνο, έναν ύπνο βαθύ, ήρεμο, χωρίς όνειρα.

...

Πρωί.

Το σώμα μου τον αποζητάει. Χαϊδεύω τη μέση του, την πλάτη, την κοιλιά, τα πόδια. Αφήνεται. Με τα μάτια κλειστά, σαν κοιμισμένος. Όπως έκανα εγώ τόσες φορές.

Αυτή τη φορά είμαι εγώ που θέλω να προσφέρω.

Για κείνον, όχι για μένα.

...

Έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε.

Είμαι χαρούμενη.

Ζω.

.

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

spring cleaning

.

Ήρθε η άνοιξη.

Καιρός για ξεκαθάρισμα.

Να βγάλουμε τα καλοκαιρινά, να μαζέψουμε τα μάλλινα στη ναφθαλίνη.

Ανοίγω το κάτω συρτάρι της ντουλάπας μου, εκείνο με τα μαντίλια. Στο βάθος μια σακούλα χωμένη, ανέγγιχτη για μήνες. Το σουτιέν και το κυλοτάκι που μου χάρισες, ο κορσές με τις ζαρτιέρες που αγόρασα για χάρη σου, η μεταξωτή ρόμπα, το δαντελένιο κόκκινο κορμάκι. Σε μιαν άλλη σακούλα, το μπατίκ καλοκαιρινό φόρεμα που μου πήρες στην εκδρομή μας και που δεν πρόλαβα να βάλω ούτε μια φορά.

Μπαίνω στο μπάνιο. Σε μια γωνιά ένα μπουκάλι από σαμπουάν δύο σε ένα, προϊόν από προσφορά συγκευασίας, λέει η ετικέτα. Μ' αυτό λουζόσουν. Μάζεψα το άδειο μπουκάλι όταν το πέταξες και το φύλαξα ευλαβικά σαν ιερό κειμήλιο.

Ξεπλένω το μπουκάλι και το βάζω στην ανακύκλωση.

Παίρνω τη σακούλα με τα εσώρουχα και την αφήνω στο πεζοδρόμιο.

Το φόρεμα θα το στείλω σε μια ξαδέλφη που μένει εξωτερικό, δεν βλεπόμαστε ποτέ. Έχει γενέθλια τον άλλο μήνα. Θα χαρεί που την θυμήθηκα.

Βγάζω τα ρούχα έξω, να αεριστούν.

Πολλή κλεισούρα.

.

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

το παράθυρο

.

Ανάπηρη.

Ακρωτηριασμένη.

Λείπει ένα κομμάτι, το κομμάτι που σου είχα δώσει, το πήρες μαζί σου φεύγοντας και δεν επέστρεψε ποτέ.

Έχω μια μεγάλη τρύπα καταμεσίς στο σώμα μου, μια τρύπα διαμπερή. Όλα τα ζωτικά όργανα έχουν αφαιρεθεί. Συνεχίζω να ζω, δεν ξέρω πώς. Μπορεί κανείς να ζήσει χωρίς χέρι, χωρίς πόδι, χωρίς μάτια, χωρίς γλώσσα, πώς όμως μπορεί να ζήσει χωρίς σπλάχνα;

Και όμως ζω.

Η τρύπα είναι εκεί.

Δεν πονάω πια, η πληγή έχει κλείσει, μόνο κάτι σαν τράβηγμα όταν αλλάζει ο καιρός.

Μέσα από την τρύπα βλέπεις πίσω μου, χωράφια, λιβάδια, τοπία.

Τώρα την φτιάχνω λιγάκι, την μερεμετίζω να μην χτυπάει τόσο άσχημα, μια τρύπα καταμεσίς στο σώμα.

Έβαλα ξύλινο κούφωμα και παραθυρόφυλλα, θα κρεμάσω και κουρτίνες, ένα απαλό γαλάζιο με ψιλά λουλουδάκια θα είναι ό,τι πρέπει.

Τέλος πάντων, μπορεί να είμαι ανάπηρη, αλλά έχω και την κοκεταρία μου.

.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2009

διχασμός

.

Δυο γυναίκες κατοικούν εντός μου.

Η μία είναι νέα, ίσαμε είκοσι χρονώ. Ψηλή, μελαχρινή, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Την πρωτοείδα χρόνια πριν. Ξυπόλητη, ρούχα κουρέλια, χέρια και πόδια γεμάτα γραντζουνιές. Ένα σκισμένο τζην κι ένα μακώ μπλουζάκι.

Δεν μιλούσε. Ποτέ της δεν μίλησε. Μόνο με κοίταζε με βλέμμα καυτό, σκοτεινό, πληγωμένο. Μου προκαλούσε τρόμο και συμπόνια, σαν λαβωμένος λύκος.

Θέλησα να την φροντίσω, να την αγκαλιάσω, να της πλύνω τις πληγές. Δεν μ' άφησε. Μονάχα μια φορά, στα όνειρά μου, την είδα λουσμένη, μ' ένα μπουρνούζι, να στάζει νερά. Αμίλητη πάντα.

Την λέω η Μελαχρινή.

Η άλλη είναι μεσόκοπη, πάντα ήταν. Μικροκαμωμένη, γκρίζα, με φούστα γεροντίστικη και καλοκουμπωμένο κολλαριστό πουκάμισο. Μαλλιά ξεπλυμένα ξανθά, άχρωμα, βλέμμα σβηστό.

Από την πρώτη μου στιγμή την αντιπάθησα. Τίποτε πάνω της δεν ξεχ ωρίζει, τίποτε δεν τραβά την προσοχή, δεν έλκει ούτε απωθεί. Αδιάφορη, απαρατήρητη, ζει τη μικρή ζωή της ανενόχλητη.

Ξέρω πως είναι κομμάτι μου, για τούτο προσπαθώ καμμιά φορά να της μιλήσω, μα δεν έχω τι να της πω. Θέλησα να την ξεφορτωθώ, μα γλιστρά σαν χέλι, δεν πιάνεται από πουθενά. Είναι πάντα εκεί, ήσυχη, βουβή.

Την λέω η Σταχτιά.

Τις προάλλες ξανάδα τη Μελαχρινή. Είχα χρόνια να την δω. Έπλεε στο νερό της μπανιέρας γυμνή με τα μάτια ορθάνοιχτα. Οι πληγές δεν αιμορραγούσαν πια. Δεν είχε μεγαλώσει ούτε μια μέρα από τότε που την πρωτοείδα.

Δεν άπλωσα το χέρι μου να την αγγίξω.

Δεν ξέρω αν θα την ξαναδώ.

.

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

κληρονομιά

.

Ο πατέρας μου φοβόταν τα γερατειά.

Δεν φοβόταν τον θάνατο, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Δεν άντεχε όμως με τίποτα την σκέψη της αργής κατάρρευσης σώματος και πνεύματος.

Είχε φυλαγμένο στο ντουλάπι μιας παλιάς βιβλιοθήκης δύο φιαλίδιο από καφέ γυαλί, με γυάλινο πώμα κλεισμένο με βουλοκέρι, και την επιγραφή acid hydrocyanic. Δεν ξέρω από πού τα είχε βρει. Χημικός το επάγγελμα, ίσως τα είχε κρατήσει από κάποιο εργαστήριο, ίσως από το πανεπιστήμιο ακόμη, μπορεί και πριν την κατοχή.

Είχε ακόμη κι ένα κουτί με φύσιγγες μορφίνης.

Εκτός από τα γερατειά, φοβόταν και τον πόνο. Είχε περάσει πολύ πόνο στη ζωή του, κι είχε μια αναπηρία που πήγαινε αγκαλιά με αδιάκοπο πόνο. Ποτέ του δεν βαρυγγόμησε, αλλά τον τρόμαζε η σκέψη ότι κάποια μέρα ίσως ο πόνος νικούσε την αξιοπρέπεια.

Τελικά άντεξε τον πόνο, άντεξε και τα γερατειά, πέθανε ήσυχα, από φυσικό θάνατο, σε προχωρημένη ηλικία, στα χέρια των παιδιών του.

Όταν πέθανε πήρα τα φιαλίδια και το κουτί και τα φύλαξα στο βάθος της ντουλάπας μου.

Μια νύχτα αγρύπνιας έβγαλα τα φιαλίδια από τη ντουλάπα και βγήκα στο μπαλκόνι. Παιδεύτηκα ώρες με το πώμα, στάθηκε αδύνατον να το αφαιρέσω. Είχε κολλήσει με τα χρόνια και το κερί.

Με το χάραμα τα ξανάβαλα στο βάθος της ντουλάπας μου.

Μένουν εκεί, έξοδος κινδύνου, οδός διαφυγής, δικλείδα ασφαλείας.

Όπως και να το κάνουμε, είναι μια παρηγοριά.

.






.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

σαμψών αυτόχειρ

.

Είμαι εξαντλημένη.

Αργά το βράδυ, είναι ώρα να βάλω την μικρή για ύπνο, πάμε μαζί στο μπάνιο. Πλένει τα δόντια της, προσπαθώ να χτενίσω τα μαλλιά μου. Τα μακριά μαλλιά μου. Τα μακριά ως τη μέση μαλλιά μου. Τα μαλλιά που αγαπούσες. Τα μαλλιά που χάιδευες.

Γεμάτα κόμπους.

Η βούρτσα σκοντάφτει.

Μία, δύο, τρεις, τέσσερις φορές.

Κάτι σαν κύμα οργής και απελπισίας.

Πιάνω το ψαλίδι από το ντουλαπάκι του μπάνιου.

- Τι κάνεις μαμά;

- Κόβω τα μαλλιά μου.

Πέντε, δέκα ψαλιδιές. Αυτό ήτανε.

Ούτε μακριά τώρα, ούτε κοντά. Κάπου στη μέση, πάνω απ' τους ώμους, κάτω απ' τα αυτιά. Μεσαία, μέτρια, κοινότυπα. Μαλλιά συνηθισμένα.

Κουνάω το κεφάλι δεξιά-αριστερά.

Νιώθω ακόμη αδύναμη.

Αλλά ανάλαφρη.

.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

ελευθερία

.

Αγαπούσα την ελευθερία μας.

Ελευθερία για μένα σήμαινε να επιλέγω κάθε φορά να είμαι μαζί σου, όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή θέλω. Ελευθερία σήμαινε να είσαι κοντά μου όχι δεμένος από μια υπόσχεση, αλλά επειδή το λαχταρούσες. Ελευθερία σήμαινε να φεύγουμε και να γυρίζουμε, να μπορούμε να διαθέτουμε το κορμί και την καρδιά μας όπως θέλαμε. Ελευθερία σήμαινε να είσαι μαζί μου επειδή ήμουν η καλύτερη επιλογή για σένα, όχι επειδή δεν είχες άλλες επιλογές.

Η απόσταση μας εμπόδιζε να βρισκόμασταν όσο συχνά θα θέλαμε. Σε συναντούσα όμως κάθε μέρα μέσα στα γράμματά σου. Μου έγραφες για μια κοπέλα που γνώρισες στη δουλειά, για μια φίλη που πίνατε καφέ και κουβεντιάζατε, για μια συνάδελφο που πήγατε εκδρομή μαζί. Σου έγραφα για τους άντρες που με κοίταζαν, για τις κοπέλες που με μαγνήτιζαν, για τις κοντές φούστες και τις εφαρμοστές μπλούζες, για ένα παθιάρικο χορό με ένα αγόρι που είχε τα μισά μου χρόνια.

Μοιραζόμασταν τα πάντα, κάθε στιγμή της ζωής μας. Ήμουν μαζί σου όταν αγκάλιαζες άλλες γυναίκες, και ήσουν μαζί μου όταν φλέρταρα με άλλους άντρες. Πράμα παράξενο, τώρα που είμαι μόνη, καθόλου δεν θέλω να φλερτάρω, δεν θέλω να δω ούτε άντρα ούτε γυναίκα, ούτε για δείγμα. Όταν ήμουν μαζί σου, θαρρείς και ο ερωτισμός ξεχείλιζε, περίσσευε, ένιωθα τόσο γεμάτη από αισθησιασμό ώστε ήθελα να τον σκορπίσω παντού γύρω, ήθελα να γοητεύσω το σύμπαν με τον καινούριο θηλυκό εαυτό μου.

Μοιραζόμασταν τα πάντα. Τις ιδιοτροπίες, τις αποκλίσεις, τις φαντασιώσεις.

Σου μίλησα για τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, μια κοπέλα με γαλάζιο χαμόγελο και κορακάτη χαίτη, με σώμα πλασμένο από λευκό πηλό. Μου μίλησες για τη δική σου χαμένη αγάπη, ένα μικροκαμωμένο κορίτσι με λουλουδάτο όνομα και σχιστά μάτια. Σου μίλησα για το φόβο και το μίσος που έτρεφα από μικρή για τους άντρες, κληρονομιά της μάνας μου, ακατανόμαστη απειλή ανάκατη με ακατανόητη έλξη. Απεχθανόμουν τη γυναικεία φύση μου, προσπάθησα να την ακυρώσω, να την τυλίξω μέσα σε γύψο και επιδέσμους και να της δώσω σχήμα τετράγωνο, αντρικό. Δεν τα κατάφερα, μα ούτε κατάφερα ποτέ να την δεχτώ. Οι άντρες έμοιαζαν να είναι αναγκαίο κακό, μοιραία ευθύνη και έργο καταναγκαστικό. Τους ποθούσα και τους αποστρεφόμουν.

Και μαζί σου για πρώτη φορά αγαπούσα έναν άντρα σαν γυναίκα, και ένιωθα στρογγυλή και μαλακή και δεκτική. Γιατί ήσουν σαν ένα γαλήνιο κύμα που πλημμυρίζει την ακτή. Ενώ όλοι οι άλλοι πάντα φάνταζαν παρείσακτοι, ιππότες πάνοπλοι με τη λόγχη έτοιμη να διαπεράσει τον εχθρό και να κατακτήσει θριαμβευτικά την καρδιά της δέσποινάς τους, εσύ καθόσουν σταυροπόδι ξαρμάτωτος στην πόρτα του κάστρου, με κείνο σου το χαμόγελο, και οι κλειδαριές έλιωναν, οι αμπάρες θρυμματίζονταν, οι βαριές θύρες άνοιγαν διάπλατες από μόνες τους, σπρωγμένες θαρρείς από απαλό αεράκι.

Μαζί σου για πρώτη φορά ένιωσα Γυναίκα, γαμώτο, και τώρα που το γράφω δακρύζω.

Μαζί σου ένιωθα ελεύθερη.

Ελεύθερη να ποθήσω, ελεύθερη να δοθώ.

Σου είπα πόσο λάτρευα τις γυναίκες, πλάσματα αέρινα και καμπυλωτά, καμωμένα από πηλό και ζάχαρη. Πόσο αγαπούσα να εξερευνώ υγρές πτυχές, να γεύομαι τραγανά φρούτα. Πόσο εύκολο μου ήταν να αγαπήσω τις γυναίκες, ίσως επειδή ήμουν κι εγώ η ίδια μια γυναίκα. Ποιος άλλος μπορεί να εισχωρήσει άσφαλτα στο σκοτεινό λαβύρινθο της γυναικείας ψυχής, εκτός από μια γυναίκα; Ποιος άλλος μπορεί να αγγίξει πιο τρυφερά τα φυλλοκάρδια της, φτερά πεταλούδας που διαλύονται αφήνοντας μια πολύχρωμη σκόνη στα δάχτυλα; Ποιος μπορεί να γνωρίζει μια γυναίκα καλύτερα από όσο τη γνωρίζει μια άλλη γυναίκα;

Μαζί σου μπορούσα να μιλώ για όλα αυτά, για άντρες, για γυναίκες, για ηδονή, για έρωτα. Μπορούσα να μοιραστώ πόθους και περιπέτειες, ένιωθα ελεύθερη να τα χαρώ, ξέροντας ότι κι εσύ ήσουν ελεύθερος να κάνεις το ίδιο. Και κάθε φορά που σε συναντούσα, είχα την απερίγραπτη ικανοποίηση να ξέρω ότι γύρισες σε μένα όχι από υποχρέωση, αλλά από λαχτάρα.

Μαζί ήμασταν ελεύθεροι.

Ελεύθεροι να είμαστε μαζί.

Αυτήν την ελευθερία αγάπησα πάνω από κάθε τι άλλο.

Αυτήν την ελευθερία δεν θα την έχανα με τίποτα.

Αυτήν την ελευθερία την κράτησα ως το τέλος.

.