Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

ονειροβασία

.

Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου: ποτέ ξανά.


Ποτέ ξανά δεν θα πω ψέματα, ποτέ ξανά δεν θα τεντωθώ σαν ελατήριο, την επόμενη φορά που θα σε δω θα είμαι ελεύθερη.

Ονειρευόμασταν μια εκδρομή οι δυο μας, μια ολόκληρη εβδομάδα με τη σκηνούλα, μόνοι, ελεύθεροι. Είχαμε κάνει σχέδια, πρόγραμμα, όνειρα.

Και οι μέρες πλησίαζαν, και δεν ήμουν ελεύθερη.

Ανόητη, αδύναμη, άχρηστη, ανίκανη να πάρεις μια απόφαση και να την πραγματοποιήσεις, ανίκανη να πάρεις την ευθύνη της επιθυμίας σου!

Και οι μέρες πλησίαζαν, και ήμουν ακόμη αιχμάλωτη.

Δυο μέρες πριν, σε πήρα τηλέφωνο, κλαίγοντας, σπαράζοντας, δεν ήθελα να το κάνω, όχι έτσι, όχι πάλι έτσι, όχι άλλα ψέματα, αν είναι να σε δω να σε δω ελεύθερη, αλλιώς ας μη σε δω καθόλου.

Μια μέρα πριν, σε πήρα τηλέφωνο με χτυποκάρδι, δεν άντεχα να σε στερηθώ, μου ήταν αδύνατον, από τα δύο δεινά αυτό ήταν το μικρότερο, στο διάβολο η συνέπεια, η ειλικρίνεια, η εντιμότητα, στο διάβολο όλα, φτάνει να σε αγκαλιάσω πάλι.

Έδωσα αναβολή στον εαυτό μου.

Θα ξεκινούσαμε δευτέρα πρωί. Την κυριακή το βράδυ βγήκαμε οι δυο μας. Πήγαμε για ποτό και για χορό. Ήταν η πρώτη φορά που βγαίναμε βράδυ οι δυο μας.

Πόσο διαφορετικά είναι όλα όταν συντροφεύεσαι! Πόσο πιο έντονα τα χρώματα, πόσο πιο γλυκιές οι μελωδίες, πόσο πιο δυνατές οι γεύσεις!

Ήταν όμορφα να είμαι μαζί σου, να μπορώ να πω κάθε μου σκέψη, να μπορώ να ακούσω κάθε δική σου. Και ήταν πιο όμορφα επειδή ήξερα πως την άλλη μέρα θα ταξιδεύαμε μαζί.

Ξεκίνησα με το σακίδιο στην πλάτη, μ' ένα τζην παντελόνι κι ένα τριμμένο πάνινο καπέλο. Ανάλαφρη όπως πριν είκοσι χρόνια. Πήρα το τραίνο και κατέβηκα στο σταθμό που με περίμενες.

Φορτώσαμε τα πράματα στο πορτ μπαγκάζ, πήραμε καφέδες, έβαλες μπροστά τη μηχανή. Αυτοκινητάδα, μουσικούλα, και στο τιμόνι ένας άντρας που αγαπώ. Ποιος είπε ότι αυτά γίνονται μόνο στα παραμύθια;

Οδηγώ από δεκαοχτώ χρονών. Λατρεύω το τιμόνι, τους ήσυχους επαρχιακούς δρόμους, τις μεγάλες άδειες λεωφόρους, τα γκάζια στην εθνική. Γουστάρω να οδηγώ, γουστάρω να πηγαίνω κι όχι να με πηγαίνουν. Ήταν η πρώτη φορά που γούσταρα να κάθομαι και να αφήνω να με πηγαίνει άλλος. Η πρώτη φορά που εμπιστεύτικα άλλον στο τιμόνι. Η πρώτη φορά που ένιωσα ότι ήθελα να ξεκουραστώ.

Τα χιλιόμετρα περνούσαν τραγουδιστά, ψιθυριστά, αέρινα. Φτάσαμε με το σούρουπο. Στήσαμε τη σκηνή μέσα στο πευκοδάσος την ώρα που έπεφτε ο ήλιος. Ύστερα κατεβήκαμε στην παραλία. Δεκάδες μέτρα φάρδος, χιλιόμετρα άμμου δεξιά κι αριστερά, όσο έφτανε το μάτι. Στο βάθος τα φώτα μιας καντίνας με ομπρέλες από φοινικόφυλλα.

Καθήσαμε στην άμμο.

Ο ήχος των κυμάτων.

Τα δάχτυλά μας μπλεγμένα.

Ακροβάτες του ονείρου.

Ονειροβάτες.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: