Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009

δεσμά

.

Περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, και η κατάσταση έμοιαζε μετέωρη. Ήξερα πως σε ήθελα, ήξερα πως δεν μπορούσα να σε έχω. Ήξερα πως ήθελα να χωρίσω, ήξερα πως δεν άντεχα να φύγω. Τεντωμένη σε μια εξουθενωτική διελκυστίνδα, έβαλα στον εαυτό μου ένα όριο. Σε δύο μήνες, μετά το τέλος των μαθημάτων, αμέσως μετά την παράσταση, θα του το έλεγα. Τότε που και οι δύο θα ήμασταν πιο ήρεμοι, χωρίς υποχρεώσεις να πιέζουν. Όλα θα ήταν πιο εύκολα τότε. Στο αναμεταξύ θα περίμενα.

Μέσα στην παραζάλη μου, ούτε που σκέφτηκα να μετρήσω τις μέρες. Όταν κοίταξα το ημερολόγιό μου, είχα ήδη πέντε μέρες καθυστέρηση.

Η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο.

Μια ζωή είχαμε αυτόν τον καυγά. Πείσματα, μούτρα, παρακάλια, επιχειρήματα, τίποτε δε στάθηκε ικανό να του βάλει μυαλό. Είχε μαλλιάσει η γλώσσα μου χρόνια ολόκληρα να λέω ότι το τράβηγμα δεν είναι αντισυλληπτική μέθοδος, αλλά οι άντρες είπαμε, σκέφτονται με το κάτω κεφάλι, τέτοιαν ώρα τέτοια λόγια.

Μόλις δυο μήνες πρωτύτερα είχε γίνει άλλος ένας καυγάς για το θέμα. Αμέσως μετά από την τελευταία μου αποτυχημένη απόπειρα χωρισμού. Και πάλι υποσχέσεις, και πάλι άκαρπες προσπάθειες, και πάλι το εγκαταλείψαμε, γιατί το έκανε τόσο θέμα, δημιουργούσε τέτοια αναστάτωση, ώστε κατέληγα να πω εντάξει, ας πάει στο διάολο να τελειώνουμε, δεν αντέχω να το παλεύω άλλο.

Και τώρα είχα πέντε μέρες καθυστέρηση.

Πήγα για αιμοληψία γιατί δεν άντεχα την ασάφεια του τεστ των φαρμακείων.

Θετικό.

Πήρα τα αποτελέσματα και βγήκα από το κτίριο αλλόφρων. Όλες μου οι ασφάλειες καμμένες. Γιατί να μην έχω επιμείνει να χωρίσω πριν δυο μήνες, γιατί να μην έχω επιμείνει για το προφυλακτικό, γιατί να μην έχω διεκδικήσει αυτά που έχω ανάγκη, γιατί να αφήνω να γίνεται το δικό του, για άλλη μια φορά, γιατί, γιατί, γιατί!

Κάθησα εξαντλημένη στα σκαλιά.


Πριν δυο χρόνια τον παρακαλούσα για ένα παιδί. Κι ας είχα ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ με την αποβολή και με το εξωμήτριο. Κι ας ήμουν εξαντλημένη, κι ας ήταν μεγάλο το ρίσκο. Το ήθελα, το λαχταρούσα.

Πόσο το λαχταρούσα θεέ μου!

Είσαι πολύ μεγάλη, μου είπε, είναι μεγάλο ρίσκο, δεν αντέχω την αγωνία.

Πολύ μεγάλη!

Αυτήν την καραμέλα την άκουγα χρόνια. Στα τριανταπέντε ήμουν ήδη μεγάλη για εκείνον. Στα τριανταέξι το ίδιο. Στα τριανταοχτώ έκανα την κόρη μου, και φυσικά ήμουν μεγάλη. Στα τριανταεννιά ήμουν βέβαια μεγάλη, αλλά στα σαράντα είχα πια ξεπεράσει το όριο. Ήμουν πολύ μεγάλη.

Μου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι κάθε φορά που το άκουγα.


Γιατί μόνο εγώ ήξερα πόσο νέα ήμουν, πόσο νέα είμαι ακόμη, πόσο γεμάτη λαχτάρα για ζωή.

Εκείνος ήταν πάντα μεγάλος, πρόωρα γερασμένο μυαλό, χωμένος στο καβούκι του, αποτραβηγμένος στο ασφαλές του κέλυφος. Δεν άντεχε το ρίσκο.

Μα η ζωή είναι ρίσκο!

Τον μίσησα τότε γι' αυτό. Προσπάθησα να τον μεταπείσω αλλά δεν τα κατάφερα. Το άγχος και η κούραση με νίκησαν. Παραιτήθηκα. Και αποσύρθηκα μέσα μου. Έκλεισα όλες τις πόρτες, έκοψα τις γέφυρες.

Έπαψα πια να ονειρεύομαι οικογένεια. Ξεκίνησα μια καινούρια, δική μου ζωή. Άρχισα να φροντίζω τον εαυτό μου, τόσο παραμελημένο τόσα χρόνια. Άρχισα πάλι να βγαίνω βράδια, να γίνομαι όμορφη, να νιώθω γυναίκα. Άρχισα πάλι τα μαθήματα χορού, αποφάσισα να δώσω για δίπλωμα. Άρχισα να κάνω δικά μου όνειρα.


Ονειρευόμουν την ελευθερία μου.

Και τώρα, δυο χρόνια μετά, δυο βήματα από την πύλη της φυλακής, νιώθω αυτή την εγκυμοσύνη σαν σιδερένια μπάλα στον αστράγαλο.


Ποτέ μου δεν θα μάθω αν έκανα καλά ή όχι.


Ποτέ μου δεν θα μάθω τι θα γινόταν αν έπραττα διαφορετικά.


Τυφλωμένη από θυμό, μίσος, μνησικακία για τον πατέρα, αποφάσισα να σκοτώσω το παιδί.


Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανα έκτρωση, όχι. Νόμιζα πως ήξερα τι θα αντιμετώπιζα. Νόμιζα πως ήξερα τι ήθελα. Ήθελα την ελευθερία μου. Ήθελα να ορίζω εγώ το σώμα μου, και όχι οι ιδιοτροπίες και οι ανευθυνότητες των άλλων.

Αλλά είναι τελείως διαφορετική μια εγκυμοσύνη τυχαία από έναν άγνωστο, αδιάφορο άντρα, από μια ξεπέτα στα εικοσιδύο σου, και τελείως διαφορετική μια εγκυμοσύνη από τον άντρα που μοιράστηκες τη ζωή σου, τον πατέρα του παιδιού σου, από μια στιγμή αδυναμίας στα σαρανταδύο σου.

Ήθελα τόσο πολύ ένα παιδί ώστε μπήκα στον πειρασμό να το κρατήσω. Όμως ήξερα ότι δεν είχα τη δύναμη να τα βγάλω πέρα. Ήξερα ότι δεν τον ήθελα πια. Η σκέψη να περάσω μαζί του άλλη μια εγκυμοσύνη, με τις ιδιοτροπίες του, την καταπίεση, την ασφυκτική φροντίδα, τον έλεγχο μεταμφιεσμένο σε αγάπη, ήταν αδιανόητη. Η σκέψη να μεγαλώσω ακόμη ένα παιδί μαζί του, ενώ ήμουν ερωτευμένη με έναν άλλον, ήταν αδιανόητη.

Δεν ήθελα να δημιουργήσω έναν ακόμη δεσμό.


Ήθελα να κόψω τα δεσμά μου.


Δεν μπορούσα να μείνω.

Αλλά ούτε και να φύγω.


Δεν θα έβρισκα ποτέ μου το κουράγιο να αφήσω τον πατέρα και να φύγω μόνη μου, με το παιδί στην κοιλιά. Αυτό το παιδί δεν είχε θέση μέσα μου.


Όμως η καρδιά μου ήταν βαριά.

Πολύ βαριά.


Γιατί αγαπούσα αυτό το παιδί. Γιατί το είχα ονειρευτεί τα βράδια της μοναξιάς μου. Γιατί το είχα θρέψει με τη σκέψη μου. Γιατί θα ήθελα να είχα τη δύναμη να το κρατήσω. Να χέσω τους πάντες, άντρες, γκόμενους, μαλάκες, και να αγκαλιάσω αυτή τη μικρή σπίθα ζωής.

Δεν την είχα όμως.

Κι αυτό με τσάκιζε.

Καθισμένη στις πράσινες πλαστικές καρέκλες, μαζί με άλλες τέσσερις γυναίκες, όλες με πράσινες ρόμπες χειρουργείου, είχα μια αίσθηση εξωπραγματική. Τι γύρευα εγώ εκεί; Για μια στιγμή είχα την παρόρμηση να σηκωθώ να φύγω. Να πω δε γαμιέται! Εγώ το θέλω και θα το κρατήσω και οι άλλοι ας πάνε όλοι στο διάβολο.

Αλλά έμεινα.

Είναι εύκολο να ακολουθείς οδηγίες. Ξαπλώστε εδώ, δώστε μου το χέρι σας, ένα μικρό τσίμπημα, μετρήστε ως το δέκα... Κι όταν άνοιξα τα μάτια ήμουν μόνη. Ήσυχη. Γαλήνια
.

Η γαλήνη του τάφου.

Μια φίλη με συνόδευσε στο σπίτι. Ήμουν σε υπερένταση, δεν αισθανόμουν τίποτε. Κουβεντιάσαμε για χίλια δύο, ήμουν ευδιάθετη και ομιλητική, ένιωθα καλά, σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε, σαν να είχα ξαναβρεί τον παλιό μου εαυτό. Ήμουν ελεύθερη.

Η φίλη μου έφυγε κι έμεινα μόνη.

Πήγα στο μπάνιο.

Κάθησα στη λεκάνη.

Στο λευκό χαρτί μια σταγόνα αίμα.


Και ξαφνικά όλα κατέρρευσαν προς τα μέσα.
Πυρηνική σύντηξη. Μια μαύρη τρύπα κατάπιε όλα μου τα αισθήματα και ξέρασε αίμα και χολή και δάκρυα. Ο λαιμός μου σκίστηκε, έκαιγε. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα στο δωμάτιό μου, στα πόδια του κρεβατιού, κουβαριασμένη.

Ήθελα να το πάρω πίσω, να το αρπάξω με τα χέρια μου και να το χώσω πάλι πίσω στην κοιλιά μου.

Δεν ήθελα τίποτε, ήθελα να πάψω να υπάρχω.

Να έρθει ένα μεγάλο σφουγγάρι και να σβήσει κάθε πόνο και κάθε μνήμη.

Και μέσα σε όλα το μίσος, και η αγάπη, και ο πόθος, και η φρίκη.

αλλοτρίωση

πώς μπόρεσα να αλλοτριωθώ τόσο πολύ ώστε να ξεχάσω πόσο αγαπούσα τη ζωή;


πώς αφέθηκα να άγομαι και να φέρομαι από τυχαιότητες και παρορμήσεις άλλων;

πόσο πονάει η αδυναμία να στηρίξεις τον αληθινό σου εαυτό

πόσο πονάει όταν το μίσος νικάει την αγάπη μέσα σου



Λυδία Κονιόρδου στο ρόλο της Μήδειας

97

Μήδεια: ἰώ͵

δύστανος ἐγὼ μελέα τε πόνων͵

ἰώ μοί μοι͵ πῶς ἂν ὀλοίμαν;


Μήδεια: αχ,
εγώ η άμοιρη και η δύστυχη με τις συμφορές μου,

αχ αχ, να μπορούσα να πεθάνω!


330

Μήδεια:

φεῦ φεῦ͵ βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα


Μήδεια:

αχ αχ, πόσο μεγάλο κακό είναι για τους θνητούς οι έρωτες!


316

Χορός: ἀλλὰ κτανεῖν σὸν σπέρμα τολμήσεις͵ γύναι;

Μήδεια: οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα δηχθείη πόσις.

Χορός: σὺ δ΄ ἂν γένοιό γ΄ ἀθλιωτάτη γυνή.


Χορός: Μα θα σου βαστάξει η καρδιά να σφάξης τα παιδιά σου;

Μήδεια: Γιατί έτσι ο άντρας μου πιο πολύ θα πικραθή.

Χορός: Μα κι εσύ θα γίνης η πιο δύστυχη γυναίκα.


1080

Μήδεια:

καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά͵

θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων͵

ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς.


Μήδεια:

και ξέρω το κακό που πάω να κάνω

μα νικάει το λογισμό μου ο θυμός,

αιτία των μεγαλύτερων κακών για τους ανθρώπους.


Ευριπίδου "Μήδεια"

εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975

μετάφραση Αθανασίου Παπαχαρίση

ελαφρά διασκευασμένη από εμένα

άνευ αδείας


.

Δεν υπάρχουν σχόλια: