Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

καμπή

.

Δεν είχε κλείσει ούτε μια εβδομάδα από την έκτρωση όταν έλαβα το μήνυμά σου.

"Χωρίζω... Αγάπη μου, ονειρεύομαι ένα μέλλον μαζί σου. Ξέρω ότι τώρα δεν είσαι σε θέση να το σκεφτείς, όμως σε παρακαλώ σκέψου το μόλις μπορέσεις. Είμαι ελεύθερος και σε περιμένω. Είμαι δικός σου και σε θέλω δική μου."

Οποιαδήποτε άλλη στιγμή, αυτό το μήνυμα θα με είχε πλημμυρίσει χαρά. Ήταν αυτό που ήθελα, αυτό που περίμενα, αυτό που ονειρευόμουν, αυτό που δεν τολμούσα να ελπίσω. Το παραμύθι γινόταν πραγματικότητα.

Όμως η πραγματικότητα δεν είναι παραμύθι.

Η πριγκήπισσα ήταν βυθισμένη στον πιο βαθύ πόνο, στο πιο σκληρό δίλημμα. Ο πρίγκηπάς της είχε λύσει τα μάγια του, είχε ξεφύγει από τον πύργο της μάγισσας που τον κρατούσε αιχμάλωτο, εκείνη όμως ήταν ακόμη στο κάστρο του γίγαντα, δεμένη με μαγικά ξόρκια.

Είχε βρεθεί εκεί από επιπολαιότητα, δέσμια μιας απερίσκεπτης υπόσχεσης. Όμως το αποκρουστικό τέρας που ήταν οικοδεσπότης της, είχε κι αυτό ψυχή. Μια ψυχή απρόσμενα λεπτή και ευαίσθητη, μια ψυχή αιφνιδιαστικά τρυφερή και ευάλωτη. Και ήταν πληγωμένο. Βαθιά πληγωμένο. Το είχε πληγώσει εκείνη, χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε.

Και τώρα το έβλεπε να υποφέρει για τη χαμένη ευτυχία του, για τη μοναξιά του, για την αδυναμία του. Εύθραυστο μέσα στο ατσάλινο περίβλημά του, ανήμπορο μπροστά στην αδιαλλαξία της.


Ήταν στο χέρι της να φύγει, αν ήθελε. Ήταν ελεύθερη, τίποτε δεν την κρατούσε. Τίποτε, εκτός από τα δάκρυα ενός πληγωμένου τέρατος.


Η καρδιά της μαλάκωσε.

Με την κοιλιά μου ακόμη να αιμορραγεί, δεν μπορούσα να σκεφτώ να φύγω. Όχι όσο τα δάκρυά μου ήταν ακόμη νωπά, όχι όσο η πληγή ήταν ακόμη ανοιχτή. Δεν είχα δυνάμεις, δεν είχα αποθέματα.

Και εκείνος ήταν πλάι μου όλον αυτόν τον καιρό. Ήταν πλάι μου στον πόνο μου, ήταν πλάι μου ακόμη και στην επιλογή μου να τον πληγώσω, ήταν πλάι μου ακόμη και όταν δεν με καταλάβαινε, με μια αγάπη τυφλή και για τούτο πιο αφοπλιστική.

Πώς να φύγω; Μου ήταν αδύνατον.

"Αυτή τη στιγμή δεν αντέχω να σκεφτώ να φύγω. Νιώθω τρυφερά για τον άντρα μου, τον πονάω, λυπάμαι που τον πλήγωσα και πλήγωσα και τον εαυτό μου με αυτό που έκανα. Θέλω να δώσω άλλη μια ευκαιρία στη σχέση αυτή, μια ευκαιρία αληθινή, θέλω να κάνω μια γνήσια προσπάθεια να τον πλησιάσω, να αφήσω πίσω τις διαφορές μας, τις μνησικακίες, τα λάθη του παρελθόντος, να δω με το χέρι στην καρδιά αν μπορούμε να είμαστε καλά μαζί."

Και όλα αυτά μέσα σε μια τρέλα, μόλις μια εβδομάδα πριν τις εξετάσεις για το δίπλωμα του χορού και τρεις εβδομάδες πριν την παράσταση.

Πήγαινα στα μαθήματα σαν ζόμπι, έκανα τις ασκήσεις μηχανικά, αδύνατον να συγκεντρωθώ, αδύνατον να αποδώσω. Ούτε ξέρω πώς κατάφερα τελικά να περάσω. Και μετά την παράσταση, απλώς κατέρρευσα. Όλο το άγχος, η πίεση, η υπερένταση, διοχετεύτηκαν σε ασταμάτητους νευρικούς λυγμούς, σαν λόξυγγα.

Και μέσα σε όλα αυτά, σκεφτόμουν πάντα εσένα.

Είχα σκιστεί στα δύο.

Από τη μία η συμπόνοια, η στοργή, η τρυφερότητα για τον άντρα μου, από την άλλη ο έρωτας, το μοίρασμα, η λαχτάρα που ένιωθα να βρεθώ ξανά κοντά σου.

Συνέχισα να σου γράφω. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Δεν μπορούσα να σε στερηθώ.

Συνέχισα να σου γράφω. Μοιράστηκα μαζί σου το δίλημμά μου, τον πόνο μου, την αδυναμία μου. Αντλούσα δύναμη και ζωή από την αγάπη μας. Ήθελα να είμαι μαζί σου. Δεν ήθελα όμως να σου φορτώσω το βάρος της απόφασης. Η απόφαση έπρεπε να είναι ολοκληρωτικά δική μου.

Και σε ήθελα ακόμη.

Για το γέλιο σου, για τη γλύκα σου, για τη γαλήνη που με γέμιζε η παρουσία σου. Για την τόσο αβίαστη επικοινωνία μας, για το τόσο βαθύ μοίρασμα, για τα τόσο όμοια όνειρα. Γιατί κοντά σου χαλάρωνα τόσο πολύ, ένιωθα τόση άνεση, τόση οικειότητα. Γιατί μόνο μαζί σου μπορούσα να ανοίξω και να ξεδιπλώσω τον εαυτό μου ολόκληρο, χωρίς κανένα φόβο, χωρίς καμμία επιφύλαξη. Γιατί μόνο μαζί σου ένιωθα να είμαι εγώ.

Ήθελα να ελευθερωθώ.

Ήθελα να μπορώ να έλθω κοντά σου, ελεύθεροι οι δυο μας.

Ήθελα να μπορέσω να λύσω τα δεσμά μου, δεσμά μίσους και αγάπης, δεσμά φόβου και στοργής, δεσμά ανασφάλειας και τρυφερότητας. Αυτά τα αόρατα καλώδια που μας ενώνουν με τους ανθρώπους που έχουμε περάσει μαζί τους μια ζωή. Αυτές τις αόρατες σωληνώσεις που μεταφέρουν ερήμην μας πλέον τα ζωτικά μας υγρά από την ψυχή μας στην ψυχή του συντρόφου μας.

Ακόμη και όταν δεν μοιραζόμαστε πια μαζί του τίποτε άλλο.

Ήθελα, μα δεν μπορούσα.

Κι εσύ ελεύθερος, τρομαγμένος και συναρπασμένος από όλες τις καινούριες δυνατότητες που πρόβαλαν ξαφνικά τριγύρω σου.

Ελεύθερος τόσο αιφνιδιαστικά και απρόσμενα. Γιατί κανείς δεν το περίμενε, κανείς δεν το φανταζόταν, ίσως ούτε κι εσύ ο ίδιος. Γιατί το πρώτο πράγμα που μου είχες πει για σένα όταν μου ανοίχτηκες ήταν ότι δεν είχες σκοπό να χωρίσεις. Γιατί ποτέ δεν έδωσες το παραμικρό σημάδι για τη διεργασία αυτή που γινόταν μέσα σου.

Θυμάμαι μια κουβέντα που έγινε στην εκδρομή μας.

Καθισμένοι καβάλα στα χοντρά κλαδιά ενός πλάτανου, μέσα στο ρέμα.

Γύρισα και σου είπα, "Αισθάνομαι ότι είναι ο άντρας μου, ότι πρέπει να μείνω κοντά του, ότι το οφείλω, ότι το χρωστώ, δεν ξέρω για ποιο λόγο. Δεν μπορώ να πάψω να το πιστεύω αυτό."

Με κοίταξες σκεφτικός και μου είπες με ένα μικρό χαμόγελο: "Θέλεις να πάψεις να το πιστεύεις;"

Μου πήρε πάνω από ένα λεπτό ενδοσκόπησης να απαντήσω "Ναι."

Θυμάμαι την επόμενη μέρα, στο ταβερνάκι, μου είπες "Ξέρεις, εγώ δεν νομίζω να κάνω κάποια κίνηση να χωρίσω. Όσο είσαι δεσμευμένη, δεν έχω κίνητρο. Κατά κάποιον τρόπο, περιμένω να δω τι θα κάνεις εσύ."

Γέλασα και απάντησα, "Τώρα την κάτσαμε. Γιατί κι εγώ, κατά κάποιον τρόπο, περιμένω να δω τι θα κάνεις εσύ."

Μια εβδομάδα μετά έκανα την έκτρωση.

Δυο εβδομάδες μετά χώρισες.

Τυχαία όλα αυτά.

Και τώρα βρίσκομαι εδώ, αντιμέτωπη με τις επιλογές μου, ανίκανη να επιλέξω.

Ανίκανη να απλώσω το χέρι μου να πάρω το φρούτο που λαχταρούσα όλον αυτόν τον καιρό.

Έρμαιο του ιλίγγου της ελευθερίας.

Μετέωρη.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: