Όταν μπήκε στο μπαρ, το τελευταίο που σκεφτόταν ήταν εκείνος. Και εκεί ακριβώς βρισκόταν, εκεί που ποτέ δεν θα το περίμενε, γερμένος πάνω στη μπάρα, εκείνος.
Η Άγεδα έβγαλε το παλτό της, κάθησε σε μια καρέκλα, φώναξε το σερβιτόρο, παράγγειλε ένα κούβα λίβρε, άναψε τσιγάρο και, χωρίς να κοιτάξει το μπαρ, μια όγδοη ή ένατη αίσθηση της έδωσε να καταλάβει ότι εκείνος την κοίταζε.
Εκείνη κάποτε ήταν πολύ,
πολύ,
πολύ,
πάρα πολύ ερωτευμένη μ’ αυτόν τον άντρα, και το πρώτο που την ξάφνιασε ήταν η ίδια της η ηρεμία, μια ηρεμία τόσο βαθιά και τόσο απρόσμενη ώστε απ’ έξω μπορεί να θύμιζε αδιαφορία. Δεν ήταν όμως, γιατί η πληγή πονούσε ακόμη, και λογάριαζε πια ότι μάλλον θα την πονούσε για πάντα.
Οι έρωτες που πεθαίνουν μπορεί να είναι τρομεροί, τραγικοί, καταστροφικοί, ακόμη και γελοίοι, μα η ανάμνηση της πληρότητας, όσο σύντομη κι αν ήταν, μένει για πάντα ένας τόπος ζεστός και ρόδινος, μια βελούδινη γωνιά της μνήμης.
Οι χειρότεροι έρωτες είναι αυτοί που δεν ζήσαμε ποτέ, η Άγεδα το ήξερε καλά, και το ήξερε χάρη σ’ εκείνον, που ίσως να ήταν ο πιο ερωτευμένος από τους δυο τους, αλλά που ποτέ του δεν ήξερε καλά-καλά τι να κάνει με τον εαυτό του, με εκείνη, με όλα, με τίποτα.
απόσπασμα από κείμενο της Αλμουδένα Γκράντες
δημοσιεύτηκε στην El País της περασμένης Κυριακής
η μετάφραση δική μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου