Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

σιωπή

.

Πάνε κιόλας τέσσερις μήνες που μ' άφησες.


Ζω, αναπνέω, τρώω, κοιμάμαι, ξυπνώ. Αναρωτιέμαι καμμιά φορά, πώς είναι δυνατόν; Τι με κινεί; Το νήμα της συνήθειας. Γλιστρώ πάνω σε καλολαδωμένες ράγες, άβουλο βαγόνι. Η τροχιά μου δεν οδηγεί πουθενά, η γραμμή είναι κυκλική, περνώ ξανά και ξανά από τα ίδια μέρη.

Κλαίω ακόμη, λιγότερο όμως. Οι γύρω μου έχουν συνηθίσει. Ο άντρας μου δεν με ρωτάει πια τι έχω. Η κόρη μου συνεχίζει αμέριμνη το παιχνίδι της. Η μαμά κλαίει, σε λίγο θα σταματήσει και θα γυρίσει κοντά μου.

Στον άντρα μου δεν μιλώ πια. Άραγε το έχει καταλάβει; Μιλάμε για τον καιρό, για τους λογαριασμούς, για το τι θα φάμε αύριο. Τα άλλα βουλιάζουν στη σιωπή. Το βράδυ, στο κρεβάτι, χώνομαι από νωρίς στις κουβέρτες και σβήνω το φως. Το πρωί σηκώνομαι αξημέρωτα. Όλη νύχτα πλέουμε σε μια συνένοχη σιωπή.

Καμμιά φορά σκέφτομαι, δεν θα αντέξω άλλο. Πρέπει να μιλήσω. Πώς να μιλήσεις όμως σε κάποιον που δεν θέλει να ακούσει; Τι να πεις σε κάποιον που ξέρεις ότι προτιμά να μην ξέρει;

Να φύγω, θεέ μου, να φύγω. Μα πώς να τον αφήσω όταν ξέρω ότι θα τον τσακίσει η απουσία μου; Πώς να τον πληγώσω όταν ξέρω ότι δεν θα το αντέξει;

Σκουπίζω τα πρησμένα μου μάτια, φυσάω τη μύτη μου, ρίχνω νερό στο πρόσωπο.
- Πάω να κάνω καφε, θέλεις;
- Ένα καφεδάκι θα το έπινα.
Οι φουσκάλες ανεβαίνουν χορεύοντας ως το χείλος του μπρικιού.

- Να είσαι καλά.

Ρίχνω πάνω μου την κουβέρτα της σιωπής.

Κάνει κρύο.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: