Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

μυσταγωγία

.

Θυμάσαι την πρώτη μας εκδρομή;

Πόσον καιρό λαχταρούσα κάτι τέτοιο! Πόσον καιρό ονειρευόμουν να έχουμε λίγο χρόνο μαζί, λίγο παραπάνω από δυο τρεις κλεμμένες ώρες, αιχμάλωτοι των ξενοδοχείων! Πόσον καιρό ονειρευόμουν να κοιμηθώ ένα βράδυ στην αγκαλιά σου, να σε τυλίξω με τα πόδια μου, να κουρνιάσω στο στήθος σου, να ξυπνήσω το πρωί και να αντικρίσω το αγαπημένο σου πρόσωπο πλάι μου στο μαξιλάρι.

Μου το είχες ξεκαθαρίσει από την αρχή πως ήταν αδύνατον. Όσο και να προσπάθησα δεν κατάφερα να μηχανευτώ κανέναν τρόπο. Μέχρι εκείνη τη μέρα. Όταν μου είπες ότι θα πας σαββατοκύριακο στο χωριό μόνος σου να φτιάξεις τη σκεπή, γιατί η γυναίκα σου με το παιδί δεν ήθελαν να έρθουν, άδραξα την ευκαιρία. Έμοιαζε φυσικό να έρθω μαζί σου: ήμασταν παιδικοί φίλοι, είχα πεθυμήσει να ξαναδώ τις παραλίες που έπαιζα παιδί, τύχαινε να κατεβαίνεις κι εσύ τις ίδιες μέρες, θα ερχόμουν μαζί σου.

Το σπίτι δεν ήταν άδειο: έμεναν οι γονείς σου. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια νύχτα μαζί. Θα μπορούσαμε όμως τουλάχιστον να έχουμε τη διαδρομή. Εγώ θα έμενα στη σκηνούλα μου, και θα ξαναβρισκόμασταν στην επιστροφή. Θα μπορούσαμε να πιούμε κι έναν καφέ έξω, με την παρέα. Θα μπορούσα να έρθω και για φαγητό στο σπίτι σας, να πιούμε ένα ουζάκι στη βεράντα, μπροστά στη θάλασσα, μαζί, σαν ζευγάρι, κι ας ήμασταν μονάχα οι δυο μας που θα ξέραμε. Δώσαμε ραντεβού στο ξενοδοχείο. Θυμάμαι ελάχιστα εκείνη τη συνεύρεση. Πιο πολύ λαχταρούσα το ταξίδι, την κουβέντα, τη μουσικούλα στη διαδρομή. Λαχταρούσα να βρεθώ μαζί σου επιτέλους έξω, στον αληθινό κόσμο, να αφεθώ να νιώσω έστω για λίγο, έστω στα ψέματα, πως είμαι το κορίτσι σου.

Λατρεύω τα μεγάλα ταξίδια με αυτοκίνητο. Μου αρέσει να ταξιδεύω μόνη, ακούγοντας τις κασέτες που έχω γράψει για τέτοιες στιγμές. Μου αρέσει να συνταξιδεύω με τους φίλους της καρδιάς μου, με ανθρώπους που όταν είσαι μαζί τους είναι σαν να είσαι μόνος αλλά πιο πλούσιος. Μου αρέσει να οδηγώ, να νιώθω τη δύναμη του ελέγχου και την ηδονή της ταχύτητας. Ζαλίζομαι όταν οδηγεί άλλος, θέλω να κρατώ εγώ το τιμόνι. Μαζί σου όμως ήταν τελείως διαφορετικά. Παρά την ελαφριά ανησυχία μου, δεν ζαλίστηκα καθόλου. Οδηγούσες το αμάξι τόσο γλυκά, τόσο ομαλά, τόσο ήρεμα, χωρίς περιττούς χειρισμούς και επιταχύνσεις, χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς βιασύνες, ώστε χαλάρωσα και αφέθηκα να με ταξιδέψεις.

Ήμουν εγώ που πρόσεξα το χωματόδρομο.
- Πού βγάζει άραγε;
Αντί γι' απάντηση, έστριψες το τιμόνι.

Προχωρήσαμε λίγα λεπτά σε ένα δρόμο ανηφορικό, ένα μικρό λόφο με χαμηλά δέντρα και θάμνους. Σταμάτησες στη σκιά μιας βελανιδιάς. Ρίξαμε μια πετσέτα στο πίσω κάθισμα και ανοίξαμε μια πόρτα. Έκανε ζέστη. Ούτε τα τζιτζίκια δεν ακούγονταν.





Στήριξα την αριστερή μου γάμπα πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού και τη δεξιά στο ραφάκι. Το κεφάλι μου έγερνε πίσω, έξω από το αυτοκίνητο. Πάνω μου έβλεπα το πρόσωπό σου πλαισιωμένο από το γαλάζιο ουρανό. Μισόκλεισα τα μάτια. Ένα πουλί πετάρισε δίπλα μου.

- Σ' αγαπώ.

Πόσο αγαπώ να βλέπω το πρόσωπό σου τη στιγμή του οργασμού.

Σηκώθηκα και τύλιξα τη μέση μου με το γαλάζιο μου μαντήλι. Πλησίασα τους θάμνους. Ήρθες πίσω μου. Έπιασα τις χούφτες σου και τις οδήγησα στο στήθος μου.
- Δρυς του Διός, δάφνη του Απόλλωνα, μυρτιά της Αφροδίτης. Οι θεοί είναι μαζί μας.

Γέλασες.
- Είσαι μάγισσα.

- Ναι.

Σε τράβηξα πάνω μου.

Χοές από ιδρώτα και σπέρμα.

- Είναι ώρα να πηγαίνουμε.




Αποχαιρέτησα τον ιερό τόπο.

Στα επόμενα.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: