Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

μαγγανοπήγαδο

.

Μεταφράζω ένα βιβλίο για τον πόλεμο.

Σε ένα ορεινό χωριό μιας μακρινής χώρας ανώνυμοι αντίπαλοι στατοί συγκρούονται, ρημάζουν τον τόπο αδιακριτως, κανείς δεν είναι ασφαλής πουθενά, ούτε στο βουνό, ούτε στο σπίτι του.

Βυθίζομαι στον τρόμο των ανθρώπων, χάνω μαζί τους αγαπημένα πρόσωπα, βλέπω μαζί τους να γκρεμίζονται τα σπίτια, διασχίζω δρόμους σπαρμένους κατακρεουργημένα πτώματα.
Βαδίζω με δυσκολία τα φιδογυριστά μονοπάτια της ζούγκλας, αναζητώντας ένα μέρος ασφαλές, και συναντώ παντού τη φρίκη και το θάνατο.

Και όταν τελειώνω τη δουλειά της ημέρας, γυρίζω πίσω στην καθημερινή μου φρίκη. Στο ρόλο της ευτυχισμένης μητέρας, συζύγου και νοικοκυράς. Φοράω το πετσί μιας άγνωστης σε μένα πια γυναίκας. Μέσα μου τίποτε πια δεν απομένει ζωντανό. Όλα είναι νεκρωμένα, αναίσθητα. Παντού απλώνεται σήψη.

Περιχαρακώνω την καρδιά μου, το μυαλό, τη σκέψη. Αλλάζω προσωπείο και συνεχίζω.

Δεν έχω τόπο να ξεκουραστώ.

.

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

παρόρμηση

.

Κάθομαι στο γραφείο μου αφηρημένη, και ξαφνικά ένα τραγούδι έρχεται και μου ανακατεύει τα σπλάχνα, σπάζει τη λεπτή κρούστα της αδιαφορίας και φέρνει στην επιφάνεια όλο το σκότος και τη δυσωδία που κρύβεται από κάτω, τον πόνο, τον φθόνο, τη μνησικακία, και πάλι τα ίδια, τα ίδια σκατά που νόμιζα ότι είχα αφήσει για λίγο πίσω.


Για λίγο μόνο, μέχρι να βρεθεί κάτι να τα ανασύρει.

Και ξαφνικά, από εκεί που βρισκόμουν ασφαλής στο ενυδρείο μου, το γυαλί σπάζει, το νερό ξεχύνεται και βρίσκομαι να κολυμπώ σε έναν αχανή τρικυμισμένο ωκεανό. Βρίσκομαι πάλι στον κόσμο μας, έναν κόσμο κάποτε μαγευτικό και ρόδινο, έναν κόσμο τώρα ζοφερό και πικρό, σπαρμένο σπασμένα γυαλιά και αγκαθωτά σύρματα.

Όπως γυρνάς μια κάλτσα το μέσα έξω.



Θέλω να σου γράψω και να σου πω
σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ.

Θέλω να το ξέρεις, έχεις δικαίωμα να το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Έχω δικαίωμα να σε κάνω να υποφέρεις, να σε πληγώσω με όποιον τρόπο μπορώ, έτσι δεν είναι; Άλλωστε γιατί όχι;

Θέλω να βασανιστείς, να τυραννιστείς, να υποφέρεις, θέλω να χάσεις τα πάντα αμετάκλητα και να θρηνήσεις, κι εγώ ακίνητη να σε βλέπω να πονάς. Ανακαλύπτω την ηδονή της χαιρεκακίας, αλλά μονάχα μέσα στη φαντασία μου.

Άραγε θα ένιωθα το ίδιο αν είχα πράγματι τη δύναμη να σε πληγώσω; Νομίζω πως όχι. Η τυφλή κακία πηγάζει μόνο από την αδυναμία. Και πάλι σε μια λάμψη ενόρασης κατανοώ τους βασανιστές, τους θύτες: άνθρωποι που πέρασαν από φωτιά και σίδερο, που υποβλήθηκαν σε αφόρητο πόνο όταν δεν είχαν τη δύναμη να αντισταθούν, που έζησαν πόνο πέραν των ορίων, ώστε οι αισθητήριες απολήξεις του πόνου νεκρώθηκαν και τώρα μπορούν να προκαλούν τον πόνο χωρίς να υποφέρουν, και ακόμη παραπάνω, μόνο προκαλώντας σε άλλους τον πόνο που υπέστησαν οι ίδιοι μπορούν να πάρουν πίσω κάτι από τη δύναμη που στερήθηκαν όταν την είχαν ανάγκη, όταν ανήμποροι αφέθηκαν έρμαια στη σκληρότητα, την αναισθησία, την αναλγησία, την ίδια σκληρότητα που ρούφηξαν, την ίδια αναλγησία που κοινώνησαν, την ίδια αναισθησία που κληρονόμησαν.

Θέλω να σου γράψω ένα σύντομο μήνυμα, αυτό μόνο:

Σε μισώ.

Σε μισώ και θέλω να το ξέρεις, αγάπη μου.


Get Your Own Player!



Hoy

canta Gloria Estefan

Tengo marcado en el pecho
todos los días que el tiempo
no me dejó estar aquí.

Tengo una fe que madura
que va conmigo y me cura
desde que te conocí.

Tengo una huella perdida
entre tu sombra y la mía
que no me deja mentir.

Soy una moneda en la fuente,
tú mi deseo pendiente,
mis ganas de revivir.

Tengo una mañana constante
y una acuarela esperando
verte pintado de azul.

Tengo tu amor y tu suerte,
y un caminito empinado.
Tengo el mar del otro lado,
tú eres mi norte y mi sur.

Hoy voy a verte de nuevo,
voy a envolverme en tu ropa.
Susúrrame en tu silencio
cuando me veas llegar.

Hoy voy a verte de nuevo,
voy a alegrar tu tristeza.
Vamos a hacer una fiesta
pa’ que este amor crezca más.

Tengo una frase colgada
entre mi boca y mi almohada
que me desnuda ante ti.

Tengo una playa y un pueblo
que me acompañan de noche
cuando no estás junto a mí.

Tengo una mañana constante...


Σήμερα


τραγουδά η Γκλόρια Εστέφαν


Έχω στο στήθος σημάδια

από τις μέρες που ο χρόνος

μακριά σου θα με κρατά.


Έχω στην καρδιά μια πίστη

που πάντα μου παραστέκει

όσο σε νιώθω κοντά.


Έχω ένα χνάρι χαμένο

ανάμεσα στις σκιές μας

τα ψέματα να σκορπά.


Είμαι ένα κέρμα στη λίμνη

κι εσύ η θερμή ευχή μου

πόθος να ζήσω ξανά.


Έχω μια μέρα γαλάζια

κι ένα πινέλο που θέλει

να ζωγραφίσει χαρά.


Έχω αγάπη και τύχη,

και μια μεγάλη ανηφόρα

μια θάλασσα όλη δική μου

είσαι αστέρι οδηγός.


Σήμερα θα ιδωθούμε

τα ρούχα σου θα φορέσω

στη σιωπή θα ψιθυρίσω

μόλις κοντά σου βρεθώ


Σήμερα θα ιδωθούμε

τη λύπη σου θα σκορπίσω

και μια γιορτή θα στολίσω

για την αγάπη θα ζω.


Έχω δυο λέξεις κρυμμένες

σε στόμα και μαξιλάρι

με ξεγυμνώνουν ξανά.


Έχω μια κρυφή αμμουδιά

να με συντροφεύει τη νύχτα

όταν θα είσαι μακριά


Έχω μια μέρα γαλάζια...


.

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

σταυροδρόμι

.

Πάντα σιχαινόμουν το ψέμα, την απάτη, την υποκρισία.

Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι θα βρισκόμουν σε μια τέτοια κατάσταση.

Από αδράνεια, από ανοησία, από λιποψυχία. Και να 'μαι τώρα εδώ, να λέω το ένα ψέμα μετά το άλλο, να προσπαθώ να τα καλύψω και να εύχομαι να με ανακαλύψουν, για να τελειώσει μια για πάντα αυτή η ιστορία, χωρίς ωστόσο να έχω το κουράγιο να το αποκαλύψω μόνη μου.

Προσπάθησα πολλές φορές να κουβεντιάσω με τον άντρα μου.

Θέλω να συζητήσουμε, δεν θέλω να επιστρέψουμε στην προηγούμενη κατάσταση σα να μη συνέβη τίποτα, δε θέλω να βυθιστούμε αδρανείς σε μια ρουτινιάρικη συμβίωση. Έχω ανάγκη να σκεφτώ, να αφουγκραστώ τον εαυτό μου, τις ανάγκες του, δεν ξέρω αν θέλω αυτή τη σχέση, λάθος, ξέρω, δεν θέλω αυτή τη σχέση, δεν θέλω τη σχέση που είχαμε, θέλω κάτι άλλο στη ζωή μου, κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Δώσε μου χρόνο, σε παρακαλώ δώσε μου χρόνο, χρειάζομαι χρόνο, δεν μπορώ να αποφασίσω τόσο γρήγορα...

Κούφια λόγια.

Όταν κοιμάται στο κρεβάτι δίπλα σου, όταν στα μάτια του κόσμου είναι άντρας σου, όταν στα μάτια τα δικά του είσαι δική του, όλες οι κουβέντες του κόσμου δεν αλλάζουν τίποτα.



Και στο αναμεταξύ η ανάγκη να σε δω θέριευε. Αδύνατον να στερηθώ την παρουσία σου. Αδιανόητο να χάσω το χαμόγελό σου, τη γλύκα σου, τη γαλήνη που πλημμύριζε την ψυχή μου όταν ήμουν πλάι σου.

Κάθε φορά που σε συναντούσα ήταν ένα μαρτύριο. Το ψέμα μου έφερνε ναυτία, η απάτη με αρρώσταινε, έλεγα μέσα μου όχι, όχι, δεν το θέλω, γιατί να είναι έτσι γαμώτο; Όχι έτσι, γιατί να μην είμαστε ελεύθεροι, ελεύθεροι να βρεθούμε όποτε θέλουμε, ελεύθεροι να αγαπάμε ο ένας τον άλλον;

Κάθε φορά έλεγα ότι δεν θέλω να ξανασυμβεί, όχι έτσι, και κάθε φορά υπέκυπτα στην επιτακτική ανάγκη μου να σε αγκαλιάσω, να με αγκαλιάσεις, να νιώσω αγαπημένη για μια ακόμη φορά, ας είναι κι έτσι.

Κάθε φορά υποσχόμουν στον εαυτό μου ότι είναι η τελευταία φορά, όχι έτσι, ποτέ ξανά, την επόμενη φορά θα πεις την αλήθεια όσο και αν σου στοιχίσει, αλλιώς δεν θα υπάρξει επόμενη φορά.

Κάθε φορά, και πάλι, και ξανά.

Και κάποια μέρα μάζεψα κουράγιο και μίλησα.

Θέλω να χωρίσουμε, είπα.

Κι έκλεισα τα μάτια.

Έγινε κομμάτια.

Δεν αντέχω άλλο χωρισμό, σε παρακαλώ, όχι τώρα, ας περιμένουμε λίγο ακόμη. Δεν αντέχω να φύγω, δεν αντέχω να χάσω το σπίτι μου, δεν αντέχω τη σκέψη να χάσω το παιδί.

Θα φύγω εγώ, είπα.

Ποτέ, αυτό ποτέ, είναι το σπίτι σου εδώ, το παιδί σε έχει ανάγκη, δεν μπορείς να φύγεις. Ας περιμένουμε ακόμη, σε παρακαλώ, δώσε μου τουλάχιστον λίγο χρόνο, δεν αντέχω αυτή τη στιγμή, όχι τώρα.

Έσκυψα το κεφάλι και είπα, εντάξει.



Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη σταυροδρόμια. Κάθε τόσο, τις πιο ανύποπτες στιγμές, βρισκόμαστε μπροστά σε μια επιλογή, σε μια διχάλα. Κάθε τόσο επιλέγουμε μια κατεύθυνση, διαλέγουμε ένα μονοπάτι, αφήνοντας για πάντα πίσω μας την άλλη κατεύθυνση, χάνοντας για πάντα την ευκαιρία να μάθουμε πού θα μας οδηγούσε το άλλο μονοπάτι.

Πολλές ευκαιρίες έχω αφήσει στη ζωή μου να χαθούν.

Πολλές επιλογές έχω κάνει που αμφιβάλλω αν ήσαν σωστές.

Αν όμως η νεράιδα με το μαγικό ραβδί μου έδινε την ευκαιρία να γυρίσω πίσω και να αλλάξω μία επιλογή, μονάχα μία, θα γυρνούσα πίσω στη μέρα εκείνη και θα έλεγα:

Όχι.

Φεύγω.

Φεύγω τώρα.

Δεν ξέρω πού θα με έβγαζε το μονοπάτι εκείνο, δεν θα το μάθω τώρα πια ποτέ. Μπορεί και να 'βγαζε στην έρημο, σε ζούγκλες επικίνδυνες, σε απότομους γκρεμούς. Ακόμη κι έτσι όμως, ήθελα να ήξερα πού βγάζει. Γιατί ετούτο εδώ, το μονοπάτι το γνωστό, ξέρω καλά που βγάζει.

Καταμεσίς στο βάλτο.

Και τελειώνει εκεί.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

σπιτικό

.

Θυμάσαι το σπιτικό μας;

Ένα παιχνίδι ήταν κι αυτό. Ένα αληθινό παιχνίδι.
Το πιο ριψοκίνδυνο παιχνίδι που έπαιξα ποτέ μου.

- Θα ήθελες να φανταστείς ότι έχουμε ένα σπίτι; ... Θα το διαλέξουμε μαζί, θα το στολίσουμε, θα το νοικοκυρέψουμε. Θα είναι ακριβώς όπως στα όνειρά μας. Και τα ήσυχα βράδια θα σκαλίζεις τη φωτιά στο τζάκι και θα βλέπω την αντανάκλαση της φλόγας στο πρόσωπό σου. Και τα κυριακάτικα πρωινά θα πίνουμε μαζί το καφεδάκι στη βεράντα.

Διαλέξαμε μια μικρή παλιά μονοκατοικία σε ένα ήσυχο προάστιο. Κάναμε μαζί τα μερεμέτια, ξυσίματα, σοβαντίσματα, στοκαρίσματα, βαψίματα. Τα παλιά παραθυρόφυλλα έγιναν λουλακί. Οι τοίχι ανοιχτό κίτρινο κροκί. Δυο υπνοδωμάτια, ένα για σένα, ένα για μένα. Πάντα μας άρεσε η ανεξαρτησία. Έτσι είναι διπλή η χαρά όταν συναντάς τον άλλον, και ο έρωτας δεν καταντά υποχρέωση. Μπροστά στο τζάκι ρίξαμε μια χοντρή φλοκάτη που είχα υφάνει εγώ στον αργαλειό μου και είχα βάψει με ρόδια και κρεμυδόφυλλα.

Μια βεραντούλα με τζαμαρία, για να αράζουμε στις χειμωνιάτικες λιακάδες. Στον κήπο μια ροδιά, μια γλυσίνα κι ένα αγιόκλημα. Μικρός ο κήπος, μικρό και το σπιτάκι, ίσα ίσα να χωρέσει τη χαρά μας.

Μας πήρε εβδομάδες να το διαλέξουμε, να το χτίσουμε, να το φτιάξουμε έτσι όπως το θέλαμε. Και ζούσαμε εκεί, οι δυο μας, στο περιθώριο του χρόνου, στο περιθώριο της "αληθινής" ζωής μας.

Πόσες φορές με αγκάλιασες στο μιντέρι του τζακιού; Πόσες φορές κυλιστήκαμε μαζί πάνω στη φλοκάτη; Κλείνω τα μάτια μου και νιώθω το μαλακό πέλος να μου χαϊδεύει την πλάτη. ένας ζεστός λυγμός ανεβαίνει από το στέρνο μου και με μουσκεύει ολόκληρη.

Ποτέ μου δεν έζησα κάτι πιο αληθινό.

Ποτέ δεν ένιωσα τόσο δικό μου ένα σπιτικό.

Που να βρίσκεται άραγε εκείνο το σπίτι; Στο κοιμητήριο των νεκρών ονείρων; Στη λειψανοθήκη των γλυκόπικρων αναμνήσεων; Στο οπλοστάσιο των σκουριασμένων φαντασιώσεων; Στο νησί των νοσταλγικών χαμένων ερώτων;

Μέσα μου ωστόσο δεν υπάρχει πια.

Αυτό, το πιο αληθινό απ' όλα.

Τυφώνας, σεισμός, ανεμοζάλη.

Θύματα φυσικών καταστροφών.

Αγάπες δίχως σπιτικό.



Get Your Own Player!





Tiempo y silencio
con Cesaria Evora y Caetano Veloso

Una casa en el cielo
Un jardín en el mar
Una alondra en tu pecho
Un volver a empezar

Un deseo de estrellas
Un latir de gorrión
Una isla en tu cama
Una puesta de sol

Nacer en tu risa
Crecer en tu llanto
Vivir en tu espalda
Morir en tus brazos


Tiempo y silencio
Gritos y cantos
Cielos y besos
Voz y quebranto



Χρόνος και σιωπή
με τους Σεσάρια Εβόρα και Καετάνο Μπελόσο

Ένα σπίτι στον ουρανό
Ένας κήπος στη θάλασσα
Ένας κορυδαλλός στο στήθος σου
Μια καινούρια αρχή

Μια λαχτάρα γι' αστέρια
Ένα φτερούγισμα σπουργίτη
Ένα νησί το κρεβάτι σου
Ένα ηλιοβασίλεμα

Γεννιέμαι στο γέλιο σου
Μεγαλώνω στο κλάμα σου
Κοιμάμαι στην αγκαλιά σου
Πεθαίνω στο πλευρό σου

Χρόνος και σιωπή
Κραυγές και τραγούδια
Ουρανός και φιλιά
Φωνή και κλάμα


(η μετάφραση δεν έγινε σε στίχους, έγινε λίγο έως πολύ κυριολεκτική, ας με συγχωρήσουν οι αναγνώστες μου, αλλά δεν άντεχα να χάσω ούτε σταγόνα από τις λέξεις του τραγουδιού)

.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

αποσύνθεση

...

σήμερα νιώθω διαλυμένη, σε αποσύνθεση

νοτισμένα φύλλα στο διάβα της βροχής

η ψυχή μου μακελεμένη και πεταμένη στο σκουπιδοντενεκέ μέσα σε νάυλον σακούλα

σαν πτώμα τεμαχισμένο από ζηλιάρη σύζυγο ή σαν τυφλό αδέσποτο γατί

σαλιγκάρια που έρπουν ανάμεσα στα μούσκλια

χώνω τα δάχτυλα βαθιά μέσα μου και θρυμματίζομαι σαν μπαγιάτικο ψωμί

σκέψεις, αισθήσεις, αισθήματα, πολύχρωμο εύθραυστο κέλυφος και μέσα μούχλα και σαπίλα

γλυκιά μυρωδιά αποσύνθεσης

...

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

πορεία στο σκοτάδι

Αυτό το μπλογκ είναι τελείως μοναχικό, αυτιστικό, αυνανιστικό. Ίσως και νεκροφιλικό. Με μάτια και αυτιά κλειστά στον έξω κόσμο, αναμασάει πτώματα και φαντάσματα. Αναρωτιέμαι πού θα με οδηγήσει.

Όταν γεννούσα την κόρη μου, στις μεγάλες ωδίνες, λίγο πριν την εξώθηση, είδα τον εαυτό μου μέσα σε μια σκοτεινή σήραγγα μαζί με το παιδί. Πίσω μας η σήραγγα ήταν κλεισμένη. Η μόνη διέξοδος βρισκόταν μπροστά μας. Στο βάθος μόλις που διακρίνονταν μια κουκίδα φωτός. Σερνόμουν προς την έξοδο μαζί με το παιδί, του έδινα κουράγιο, έλα, του έλεγα, λίγο ακόμη και φτάσαμε, μπορούμε, θα τα καταφέρουμε.

Δε θυμάμαι τίποτε άλλο, η ανάμνηση του πόνου έχει σβηστεί σχεδόν. Το μόνο που έχω είναι η εικόνα της σκοτεινής σήραγγας και το εκθαμβωτικό φως στο τέλος.

Τώρα αισθάνομαι ώρες ώρες ότι διανύω την ίδια σήραγγα ή μια άλλη παρόμοια, χωρίς όμως να βλέπω φως στο βάθος, γνωρίζοντας μονάχα ότι ο μόνος δρόμος είναι προς τα εμπρός, γιατί προς τα πίσω η είσοδος είναι μπαζωμένη, τα σχοινιά κομμένα, το λιμάνι κλειστό.

Άλλωστε η σήραγγα είναι τόσο στενή ώστε δεν χωράω να στρίψω. Μπορώ μόνο να προχωρώ, όσο έχω δυνάμεις, όταν έχω δυνάμεις. Κάποιες φορές σωριάζομαι εξαντλημένη και μένω ακίνητη για μια αιωνιότητα. Ύστερα μια σπίθα μέσα μου με ωθεί και προχωρώ.

Μέχρι να βρω την άλλη άκρη.

Αν υπάρχει άλλη άκρη.

Αν υπάρχει φως.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

παιχνίδι

.


Σήμερα θα παίξουμε ένα καινούριο παιχνίδι. Είναι πολύ απλό και ευχάριστο. Αρκεί ένα κλικ με το ποντίκι.


Πρώτα όμως πρέπει να ντυθούμε κατάλληλα.


Έχω διαλέξει για σένα κάτι όμορφο εδώ.


Για μένα διάλεξα δύο, δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο μου αρέσει περισσότερο, θέλεις να ρίξεις μια ματιά; Το ένα θα το βρεις εδώ και το άλλο εδώ.


Πάρε το χρόνο σου, κοίταξέ τα με την ησυχία σου.


Θέλω να με φανταστείς να τα φοράω, πρώτα το ένα και μετά το άλλο.


Θέλω να φανταστείς ότι πηγαίνουμε μαζί για ψώνια. Κοιτάζουμε βιτρίνες, μου δείχνεις τι σου αρέσει, τι θα ήθελες να δεις πάνω μου. Μπαίνουμε στο μαγαζί, η πωλήτρια ξεκρεμάει από την κρεμάστρα αυτά που της ζητήσαμε, μας γυρίζει στιγμιαία την πλάτη, έχει καλίγραμμο σώμα, λεπτή μέση, μακριά πόδια, η στενή φούστα της χαϊδεύει τη στρογγυλάδα της. Κοιταζόμαστε συνένοχα και χαμογελάμε, ξέρω τι σκέφτεσαι, μου αρέσει που το σκέφτεσαι.


Μπαίνουμε μαζί στο δοκιμαστήριο, βγάζω τα ρούχα, βγάζω τα εσώρουχα, με βοηθάς να δοκιμάσω τα καινούρια, καθυστερώντας ίσως λίγο παραπάνω καθώς ανεβάζεις το κορμάκι, αφήνοντας τα δάχτυλά σου να ξεστρατίσουν λίγο, χαϊδεύοντας τον ώμο μου καθώς στρώνεις την τιράντα. Κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, βλέπω τον πόθο στα μάτια σου, σε νιώθω πάνω μου καθώς με αγκαλιάζεις από πίσω, γελάω καθώς τραβιέμαι και σου πιάνω τα χέρια, έχουμε όλο το χρόνο γι’ αυτό.


Δοκιμάζουμε και δεύτερο, και τρίτο, μπαίνουμε και σε άλλα μαγαζιά, μεσημέριασε, πεινάω πολύ, κι εσύ το ίδιο, όμως προτρέχει μια άλλη πείνα, πολύ πιο επιτακτική. Δύσκολα πια μπορούμε να συγκρατήσουμε τον ερεθισμό μας, αυτό όμως είναι το πιο ηδονικό κομμάτι του παιχνιδιού, η αναμονή, η αναβολή, τόσο πιο απολαυστική όσο πιο σίγουρη είναι η κατάληξη.


Διαλέγεις ένα κορμάκι με δαντέλα, με χαμηλό σουτιέν που αφήνει το στήθος έξω και πίσω σταματά χαμηλά στην πλάτη, αφήνοντας χώρο για άλλα παιχνίδια. Η ανυπομονησία κάνει την καρδιά μου να χτυπά τόσο δυνατά ώστε σβήνει όλους τους ήχους του έξω κόσμου.


Μόλις κλείσει η πόρτα πίσω μας με σφίγγεις πάνω σου.

- Πρέπει να περιμένεις, αγοράκι.

Με αρπάζεις ανυπόμονα αλλά σου ξεγλιστρώ, σου γνέφω όχι, όχι ακόμα, και με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο τρυπώνω στο μπάνιο και γυρνώ το κλειδί.


Όταν βγαίνω με περιμένεις όρθιος έξω από την πόρτα. Δεν βλέπεις τίποτα πια, ούτε καν εμένα, μόνο το όνειρο που μαζί παίξαμε, μόνο τον πόθο που μαζί θεριέψαμε. Με σπρώχνεις απότομα στον τοίχο, χάνεσαι μέσα μου, νιώθω το σώμα μου ένα με το δικό σου, κι εγώ δεν ξέρω πια ποιος είναι ποιος, ούτε αν τελειώνει ποτέ αυτό το παιχνίδι.


Όμως ακόμα και η αιωνιότητα έχει τέλος.


Πρέπει να χωριστούμε.


Όταν φτάσεις σπίτι σου, αφού ξεκουραστείς, θέλω να ανοίξεις πάλι τον υπολογιστή σου και να μου διαλέξεις ένα δώρο, κάτι να μου κάνει συντροφιά όταν είσαι μακριά μου, ένα παιχνίδι μόνο για μένα.


Θα βρεις πολλά όμορφα παιχνίδια εδώ.


.

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009

ο έρως είναι μύθος

...

η απομυθοποίηση είναι για loosers

...

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2009

τύψεις

.

Εχτές κάναμε έρωτα με τον άντρα μου.

Δεν μπορούσα να το διανοηθώ ούτε μπορούσα να το αποφύγω άλλο. Πόσες μέρες μπορείς να είσαι κουρασμένη, να νυστάζεις, να έχεις πονοκέφαλο ή περίοδο;

Όχι πως δεν είχε ξαναγίνει από τότε που με άφησες. Όσο κι αν κοίταζα να πέσω για ύπνο με τις κότες και να σηκωθώ με τα κοκόρια, όσο κι αν του γύριζα την πλάτη σβήνοντας το φως, όσο κι αν κυκλοφορούσα στο σπίτι σα φάντασμα με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα, κάποιες φορές γινότανε κι αυτό. Το άφηνα απλώς να συμβεί, στο σκοτάδι, με κλειστά τα μάτια, με σφιγμένο σώμα, δαγκώνοντας τα χείλη για να μην κλάψω και μουσκεύοντας μετά το μαξιλάρι στο δάκρυ.

Εχτές όμως, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ήταν διαφορετικά.

Είχε περάσει κάμποσος καιρός. Ένιωθα ότι δεν μπορώ πια να του το αρνηθώ. Και είχα βαρεθεί να κλαίω. Άφησα το φως αναμμένο και έστρεψα το πρόσωπό μου προς το μέρος του, με ανοιχτά τα μάτια. Τον χάιδεψα στο πρόσωπο, στην πλάτη, στην κοιλιά. Τον άφησα να με αγγίξει παντού, άφησα το σώμα μου να δεχτεί τα χάδια του.

Κάτι μέσα μου αντιδρούσε. Η εικόνα σου δεν έφευγε από το μυαλό μου. Πώς θα μπορούσε; Έχεις διαποτίσει τη σκέψη μου, έχεις γίνει κομμάτι της, με συντροφεύεις όλη μέρα κι όλη νύχτα όπου κι αν πάω, ό,τι κι αν κάνω. Κι αυτήν την ώρα, την ώρα που θέλω να δοθώ ερωτικά, δεν μπορώ να δοθώ παρά μόνο σε σένα.

Τον άφησα να με γδύσει, να με κοιτάξει, να με αγγίξει, τον άφησα να με φιλήσει ανάμεσα στα πόδια, για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες. Άφησα το σώμα μου να ξεχαστεί, να χαλαρώσει. Του χάιδεψα το κεφάλι και τον τράβηξα πάνω μου.

Σκόρπιες σκέψεις ανάκατες, δικές σου θύμησες, άγνωστα σώματα, λάγνες φαντασιώσεις. Και πάντα η εικόνα σου να επανέρχεται σαν θλίψη και σαν τύψη.

-Ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστείς.
Μ' ένα χαμόγελο.

Τώρα είμαι εγώ πάνω του, δεν αφήνομαι πια παθητικά, έχω εγώ τα ηνία. Αυτό είναι το πιο δύσκολο. Για μια στιγμή βουλιάζω στη νοσταλγία, ένας λυγμός συνταράζει το κορμί μου.

Αμέσως μετά όμως έρχεται η σκέψη σου και με αγκαλιάζει.


Μου λές ότι σου αρέσει αυτό που κάνω, ότι θέλεις να το κάνω, ότι θέλεις να νιώσω όμορφα, να νιώσω ηδονή, να νιώσω πόθο για έναν άλλον άντρα, γιατί αυτό είναι που θέλεις από μένα, πάνω απ' όλα, να είμαι πλάσμα ερωτικό, ελεύθερο και δυνατό.

Γιατί πάντα η σχέση μας ήταν ελεύθερη, ανοιχτή, ποτέ δεν περιόρισε ο ένας τον άλλον, ποτέ δεν βάλαμε κανόνες ούτε απαγορεύσεις. Είμασταν μαζί μόνον επειδή το επιθυμούσαμε και για όσο το επιθυμούσαμε.

Και τώρα είμαστε πάλι μαζί, είσαι μαζί μου, πάνω μου, γύρω μου, μέσα μου, διαποτίζεις το σώμα και τη σκέψη μου, με αγκαλιάζεις και με οδηγείς στην ηδονή, με ελευθερώνεις.

Ένα πολύχρωμο πυροτέχνημα και μετά σιωπή.

Κι ύστερα αναβλύζουν δάκρυα.

Κράτα με αγκαλιά.

Μη μ' αφήνεις.

Πονάω.

.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

μαγική τελετή

.

Ξεκίνησε κάπως σαν παιχνίδι, θυμάσαι;

Σου έγραψα πως θα μου άρεσε να παίξουμε το γαμπρό και τη νύφη. Να έρθω στη συνάντησή μας ντυμένη στα λευκά, με τούλια και δαντέλες, με άσπρα ρόδα στα μαλλιά και άσπρα μεταξωτά εσώρουχα, κι εσύ να με πάρεις αγκαλιά, να με περάσεις το κατώφλι της πόρτας, να με ακουμπήσεις μαλακά στο κρεβάτι και να μου βγάλεις ένα ένα τα ρούχα, ένα ένα τα ρόδα από τα μαλλιά, κάθε άγγιγμα κι ένα φιλί, και να με πάρεις σαν να με έκανες επιτέλους δική σου, σαν να ήταν η πρώτη φορά και για πάντα.

Ανόητα κοριτσίστικα όνειρα.

Μπήκες στο παιχνίδι με ενθουσιασμό απρόσμενο. Δεν ήθελες να κάνουμε κάτι τέτοιο στα ψέματα, παραήταν σοβαρό για να το πάρουμε αψήφιστα. Πόσο θα ήθελες να μπορούσε να γίνει στ' αλήθεια, είπες. Τρόμαξα, αναστατώθηκα. Ήταν δυνατόν; Στα ψέματα, ναι, αλλά... στ' αλήθεια;

Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσαμε. Ήσουν εσύ που με έκανες να το πιστέψω. Ήσουν εσύ που μου έβαλες την ιδέα στο μυαλό μου. Ότι κάποια μέρα, κάποτε, ίσως να ήταν δυνατόν.

Σχεδιάσαμε την τελετή με επίμονη βραδύτητα.

Θα ύφαινα μοναχή το νυφικό μου, από μεταξωτές κλωστές βαμμένες με βελανίδια, ρόδια και καρύδια - μακροζωία, αφθονία και γονιμότητα.
Θα έφτιαχνα γλυκίσματα, από μέλι, σουσάμι και σταφίδες. Εσύ θα έφερνες ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
Θα λούζαμε ο ένας τον άλλον με αρωματικά βότανα και θα ξεπλενόμασταν με ανθόνερο.
Θα φορούσαμε τα νυφικά μας ρούχα και θα βάζαμε σε ένα σοφραδάκι μια κούπα κρασί κι ένα πιάτο γλυκίσματα.
Στο τζάκι θα έκαιγε φωτιά από ξύλα ελιάς και σανταλόξυλο. Θα κόβαμε ο ένας μια τούφα από τα μαλλιά του άλλου και θα τις ρίχναμε στη φωτιά μαζί, με μια κίνηση.
Θα σχηματίζαμε στο πάτωμα έναν κύκλο με ένα λεπτό σχοινί από μαλακό καννάβι. Θα μπαίναμε στον κύκλο οι δυο μας πιασμένοι από το χέρι. θα δίναμε ο ένας στον άλλον από ένα γλύκισμα και θα πίναμε κρασί από την ίδια κούπα.

Ύστερα θα παίρναμε το σχοινί και θα δέναμε τα χέρια μας μεταξύ τους.


Και έτσι δεμένοι θα κάναμε έρωτα, για πρώτη φορά και για πάντα.


Και ύστερα θα πλέκαμε με το σχοινί εκείνο δυο φυλαχτά να μας συντροφεύουν.





Θα μπορούσε να γίνει. Μα δεν έγινε. Δεν θέλησα να το κάνω παιχνίδι, όπως όλα τα άλλα. Ήταν για μένα, όπως και για σένα, ένα παιχνίδι πάρα πολύ αληθινό. Και θέλησα να περιμένω, να περιμένουμε, με την ευχή και την ελπίδα να γίνει κάποτε στ' αλήθεια.

Και ύφαινα μαγικά ξόρκια στο σκοτάδι.

Λάθος ξόρκια με λάθος υλικά.

Και τώρα μόνη κλώθω τα ξέφτια της μαγείας που εξανεμίστηκε.


.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

κούραση

Όσο περνά ο καιρός, τόσο δυσκολεύομαι να συνεχίσω να γράφω.

Η πληγή κρυώνει και ο πόνος δυναμώνει. Περίμενα ότι θα απαλύνει με τον καιρό αλλά συμβάινει ακριβώς το αντίθετο, είναι από κείνες τις πληγές που ανοίγουν περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου. Σποραδικά φτάνουν ως εμένα πληροφορίες για τους δυο σας: πήγατε για σαββατοκύριακο στο σπίτι του θείου σου, και όλοι βρήκαν την καινούρια σου κοπέλα πολύ γλυκιά και συμπαθητική. Η αδελφή σου ήρθε για πρωτοχρονιά σε σας και την γνώρισε, τη βρήκε πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο, της φανήκατε πολύ ταιριαστό ζευγάρι.

Είναι τόσο κουραστικό να ζηλεύεις συνέχεια, να φθονείς συνέχεια, να μισείς συνέχεια. Αλλά δεν μπορώ να σταματήσω. Είναι ένα είδος ζήλειας που πάντα περιφρονούσα και που ποτέ δεν περίμενα να νιώσω μέσα μου. Μου ανακατεύει τα σπλάχνα.

Ζηλεύω και μισώ μια κοπέλα που δεν με έχει βλάψει σε τίποτα, που δεν είχε ποτέ της καμμιά κακή πρόθεση απέναντί μου, που ίσως να την έβρισκα κι εγώ γλυκιά και συμπαθητική και ενδιαφέρουσα αν τη γνώριζα. Καμμιά φορά σκέφτομαι, φαντάσου να τη γνωρίσω τυχαία, φαντάσου να τη συναντήσω δίχως να ξέρω ποια είναι και να γίνουμε φίλες!

Και τότε κοιτάζω καχύποπτα όλες τις άγνωστες γυναίκες.

Δεν ζηλεύω την ίδια. Ζηλεύω τη θέση της. Ζηλεύω τη σχέση σας. Ζηλεύω τη θέση που έχει στη ζωή σου. Μπροστά της αισθάνομαι μικρή, αδύναμη, άσχημη, ανίκανη. Από το θρόνο της εκείνη μπορεί να με κοιτάζει με συγκατάβαση, με συμπάθεια, ακόμη και με κατανόηση. Εγώ όμως μπορώ να τη δω μόνο με μίσος.

Γιατί έχει αυτό που επιθυμούσα, αυτό που ένιωθα ότι μου ανήκε, αυτό που είχα και έχασα.

Ταξικός εχθρός.

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

σιωπή

.

Πάνε κιόλας τέσσερις μήνες που μ' άφησες.


Ζω, αναπνέω, τρώω, κοιμάμαι, ξυπνώ. Αναρωτιέμαι καμμιά φορά, πώς είναι δυνατόν; Τι με κινεί; Το νήμα της συνήθειας. Γλιστρώ πάνω σε καλολαδωμένες ράγες, άβουλο βαγόνι. Η τροχιά μου δεν οδηγεί πουθενά, η γραμμή είναι κυκλική, περνώ ξανά και ξανά από τα ίδια μέρη.

Κλαίω ακόμη, λιγότερο όμως. Οι γύρω μου έχουν συνηθίσει. Ο άντρας μου δεν με ρωτάει πια τι έχω. Η κόρη μου συνεχίζει αμέριμνη το παιχνίδι της. Η μαμά κλαίει, σε λίγο θα σταματήσει και θα γυρίσει κοντά μου.

Στον άντρα μου δεν μιλώ πια. Άραγε το έχει καταλάβει; Μιλάμε για τον καιρό, για τους λογαριασμούς, για το τι θα φάμε αύριο. Τα άλλα βουλιάζουν στη σιωπή. Το βράδυ, στο κρεβάτι, χώνομαι από νωρίς στις κουβέρτες και σβήνω το φως. Το πρωί σηκώνομαι αξημέρωτα. Όλη νύχτα πλέουμε σε μια συνένοχη σιωπή.

Καμμιά φορά σκέφτομαι, δεν θα αντέξω άλλο. Πρέπει να μιλήσω. Πώς να μιλήσεις όμως σε κάποιον που δεν θέλει να ακούσει; Τι να πεις σε κάποιον που ξέρεις ότι προτιμά να μην ξέρει;

Να φύγω, θεέ μου, να φύγω. Μα πώς να τον αφήσω όταν ξέρω ότι θα τον τσακίσει η απουσία μου; Πώς να τον πληγώσω όταν ξέρω ότι δεν θα το αντέξει;

Σκουπίζω τα πρησμένα μου μάτια, φυσάω τη μύτη μου, ρίχνω νερό στο πρόσωπο.
- Πάω να κάνω καφε, θέλεις;
- Ένα καφεδάκι θα το έπινα.
Οι φουσκάλες ανεβαίνουν χορεύοντας ως το χείλος του μπρικιού.

- Να είσαι καλά.

Ρίχνω πάνω μου την κουβέρτα της σιωπής.

Κάνει κρύο.

.

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2009

μυσταγωγία

.

Θυμάσαι την πρώτη μας εκδρομή;

Πόσον καιρό λαχταρούσα κάτι τέτοιο! Πόσον καιρό ονειρευόμουν να έχουμε λίγο χρόνο μαζί, λίγο παραπάνω από δυο τρεις κλεμμένες ώρες, αιχμάλωτοι των ξενοδοχείων! Πόσον καιρό ονειρευόμουν να κοιμηθώ ένα βράδυ στην αγκαλιά σου, να σε τυλίξω με τα πόδια μου, να κουρνιάσω στο στήθος σου, να ξυπνήσω το πρωί και να αντικρίσω το αγαπημένο σου πρόσωπο πλάι μου στο μαξιλάρι.

Μου το είχες ξεκαθαρίσει από την αρχή πως ήταν αδύνατον. Όσο και να προσπάθησα δεν κατάφερα να μηχανευτώ κανέναν τρόπο. Μέχρι εκείνη τη μέρα. Όταν μου είπες ότι θα πας σαββατοκύριακο στο χωριό μόνος σου να φτιάξεις τη σκεπή, γιατί η γυναίκα σου με το παιδί δεν ήθελαν να έρθουν, άδραξα την ευκαιρία. Έμοιαζε φυσικό να έρθω μαζί σου: ήμασταν παιδικοί φίλοι, είχα πεθυμήσει να ξαναδώ τις παραλίες που έπαιζα παιδί, τύχαινε να κατεβαίνεις κι εσύ τις ίδιες μέρες, θα ερχόμουν μαζί σου.

Το σπίτι δεν ήταν άδειο: έμεναν οι γονείς σου. Δεν θα μπορούσαμε να έχουμε μια νύχτα μαζί. Θα μπορούσαμε όμως τουλάχιστον να έχουμε τη διαδρομή. Εγώ θα έμενα στη σκηνούλα μου, και θα ξαναβρισκόμασταν στην επιστροφή. Θα μπορούσαμε να πιούμε κι έναν καφέ έξω, με την παρέα. Θα μπορούσα να έρθω και για φαγητό στο σπίτι σας, να πιούμε ένα ουζάκι στη βεράντα, μπροστά στη θάλασσα, μαζί, σαν ζευγάρι, κι ας ήμασταν μονάχα οι δυο μας που θα ξέραμε. Δώσαμε ραντεβού στο ξενοδοχείο. Θυμάμαι ελάχιστα εκείνη τη συνεύρεση. Πιο πολύ λαχταρούσα το ταξίδι, την κουβέντα, τη μουσικούλα στη διαδρομή. Λαχταρούσα να βρεθώ μαζί σου επιτέλους έξω, στον αληθινό κόσμο, να αφεθώ να νιώσω έστω για λίγο, έστω στα ψέματα, πως είμαι το κορίτσι σου.

Λατρεύω τα μεγάλα ταξίδια με αυτοκίνητο. Μου αρέσει να ταξιδεύω μόνη, ακούγοντας τις κασέτες που έχω γράψει για τέτοιες στιγμές. Μου αρέσει να συνταξιδεύω με τους φίλους της καρδιάς μου, με ανθρώπους που όταν είσαι μαζί τους είναι σαν να είσαι μόνος αλλά πιο πλούσιος. Μου αρέσει να οδηγώ, να νιώθω τη δύναμη του ελέγχου και την ηδονή της ταχύτητας. Ζαλίζομαι όταν οδηγεί άλλος, θέλω να κρατώ εγώ το τιμόνι. Μαζί σου όμως ήταν τελείως διαφορετικά. Παρά την ελαφριά ανησυχία μου, δεν ζαλίστηκα καθόλου. Οδηγούσες το αμάξι τόσο γλυκά, τόσο ομαλά, τόσο ήρεμα, χωρίς περιττούς χειρισμούς και επιταχύνσεις, χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς βιασύνες, ώστε χαλάρωσα και αφέθηκα να με ταξιδέψεις.

Ήμουν εγώ που πρόσεξα το χωματόδρομο.
- Πού βγάζει άραγε;
Αντί γι' απάντηση, έστριψες το τιμόνι.

Προχωρήσαμε λίγα λεπτά σε ένα δρόμο ανηφορικό, ένα μικρό λόφο με χαμηλά δέντρα και θάμνους. Σταμάτησες στη σκιά μιας βελανιδιάς. Ρίξαμε μια πετσέτα στο πίσω κάθισμα και ανοίξαμε μια πόρτα. Έκανε ζέστη. Ούτε τα τζιτζίκια δεν ακούγονταν.





Στήριξα την αριστερή μου γάμπα πάνω στο κάθισμα του συνοδηγού και τη δεξιά στο ραφάκι. Το κεφάλι μου έγερνε πίσω, έξω από το αυτοκίνητο. Πάνω μου έβλεπα το πρόσωπό σου πλαισιωμένο από το γαλάζιο ουρανό. Μισόκλεισα τα μάτια. Ένα πουλί πετάρισε δίπλα μου.

- Σ' αγαπώ.

Πόσο αγαπώ να βλέπω το πρόσωπό σου τη στιγμή του οργασμού.

Σηκώθηκα και τύλιξα τη μέση μου με το γαλάζιο μου μαντήλι. Πλησίασα τους θάμνους. Ήρθες πίσω μου. Έπιασα τις χούφτες σου και τις οδήγησα στο στήθος μου.
- Δρυς του Διός, δάφνη του Απόλλωνα, μυρτιά της Αφροδίτης. Οι θεοί είναι μαζί μας.

Γέλασες.
- Είσαι μάγισσα.

- Ναι.

Σε τράβηξα πάνω μου.

Χοές από ιδρώτα και σπέρμα.

- Είναι ώρα να πηγαίνουμε.




Αποχαιρέτησα τον ιερό τόπο.

Στα επόμενα.

.