Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

(προσωπικό αρχείο - γράμμα δέκατο) τέρμα

Αυτό το γράμμα είναι παράρτημα της ανάρτησης με τίτλο"κι άλλα γραφτά"

.

Αναμασώ μονάχη μου το τελευταίο σου γράμμα.

"Έχεις δίκιο όταν λες ότι εγώ έσπασα αυτή τη σχέση, μπορεί να μη το ήθελα να γίνει έτσι, αλλά εγώ τάραξα αυτό που είχαμε."

...«μπορεί να μην το ήθελα να γίνει έτσι»? Είσαι απίστευτος μωρό μου!

Ώστε δεν ήθελες να γίνει έτσι! Τι ήθελες λοιπόν; Να κάνεις ομελέτα χωρίς να σπάσεις αυγά; Πόσο χρόνο αφιέρωσες να σκέφτεσαι τι συνέπειες θα έχει η επιλογή σου να δεσμευτείς με άλλη; Και τι ακριβώς σκέφτηκες; Αν δεν σκέφτηκες ότι μπορεί και να μη με ξαναδείς, είσαι απλώς ηλίθιος. Αν όμως το σκέφτηκες και παρόλα αυτά προχώρησες μαζί της, τότε είσαι υποκριτής. Δεν μπορεί να μου λες «δεν ήθελα να γίνει έτσι» τη στιγμή που έκανες μια επιλογή η οποία είχε σαν πιθανή συνέπεια μεταξύ άλλων και αυτό! Και το ήξερες, φυσικά και το ήξερες. Μου είπες κάποια στιγμή, σε ένα από τα πρώτα γράμματά σου μετά τη γνωριμία σας, ότι «φοβάσαι μήπως με χάσεις από φίλη». Πράγμα που σημαίνει ότι γνώριζες πως υπάρχει το ενδεχόμενο να χαλάσει η σχέση μας. Πράγμα που σημαίνει ότι ήθελες και παραήθελες αυτό που έγινε. Μπορεί ο άμεσος στόχος σου να μην ήταν να διαλύσεις τη σχέση μας, αλλά ο άμεσος στόχος σου είχε σαν άμεση συνέπεια αυτό, και το γνώριζες.

«Νομίζω και εγώ ότι πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, αν κάποτε θελήσεις να επικοινωνήσεις μαζί μου θα χαρώ, αν μπορέσουμε να ήμαστε πάλι φίλοι θα χαρώ περισσότερο.»

Αγόρι μου, δεν υπάρχει περίπτωση να είμαστε φίλοι ποτέ ξανά. Θα πρέπει να συμβεί κάποια κοσμογονική αλλαγή, την οποία δεν μπορώ ούτε να διανοηθώ, για να μπορέσω όχι μόνο να συγχωρέσω, όχι μόνο να ξεπεράσω, όχι μόνο να αφήσω πίσω μου τα όσα έγιναν, αλλά και να νιώσω άνετα στην παρουσία σου, και επιπλέον να νιώσω την ανάγκη και την επιθυμία να ανοιχτώ ξανά σε σένα. Αυτή τη στιγμή η εμπιστοσύνη μου στο συναίσθημά σου, στην ευαισθησία σου και στη συνειδητότητά σου έχει καταστραφεί τελείως. Έχεις πέσει τόσο πολύ στην εκτίμησή μου ώστε δεν διαβλέπω να ανεβαίνεις ποτέ ξανά αρκετά ώστε να επιθυμήσω να έχω ξανά σχέση εμπιστοσύνης μαζί σου.

Οπότε ξέχνα το.

«Ότι είπα αυτό τον τελευταίο καιρό το είπα με το σκεπτικό να σε κρατήσω κοντά μου, αλλά με τους δικούς μου όρους και μου άρεσε να πιστεύω ότι θα ήταν αρκετά καλά και για εσένα.»

...«σου άρεσε να πιστεύεις ότι θα ήταν αρκετά καλά και για μένα»? Φυσικά, ο ναυτικός παντρεύεται και φεύγει στα καράβια και του αρέσει να πιστεύει ότι θα είναι αρκετά καλά για τη γυναίκα του να μένει σπίτι με τη μάνα του και να του είναι πιστή. Ο πασάς παίρνει όσες γυναίκες γουστάρει και του αρέσει να πιστεύει ότι είναι αρκετά καλά και για εκείνες να κάθονται κλεισμένες στο χαρέμι και να τρώγονται μεταξύ τους όσο εκείνος κάνει τη ζωή του και τις πηδάει όποτε του έρχεται όρεξη. Βέβαια, γιατί να μην είναι αρκετά καλά και για μένα; Και γιατί να μπεις στον κόπο να με ρωτήσεις και να με μετρήσεις και να με νοιαστείς πριν μου ετοιμάσεις το πλαίσιο όπου έπρεπε να βολευτώ, ήθελα δεν ήθελα; Αφού ήταν αρκετά καλά για μένα!

«Σε ευχαριστώ που βρέθηκες στο δρόμο μου.»

Εγώ αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκες στο δικό μου.


Κι ύστερα σιωπή.


Κι ένα μήνα μετά, άλλο ένα γράμμα.


«Έχεις δίκιο, σου συμπεριφέρθηκα άσχημα, το ήξερα αλλά το απωθούσα, απέφευγα να το κοιτάξω. Πριν από λίγες μέρες έκανα μια συνεδρία οργονοθεραπείας για κάτι συμπτώματα που εμφάνισα και ξαφνικά, εκεί που δε το περίμενα μου βγήκε ένα απίστευτο κλάμα με αναφιλητά. Έκλαιγα για τη συμπεριφορά μου απέναντί σου, για τον πόνο που σε προσκάλεσα, για τον χωρισμό μας. Έκλαιγα και δε σταματούσα.

Θέλω μόνο να σου ζητήσω συγνώμη για όλον αυτό τον πόνο, τίποτα άλλο... αυτή τη στιγμή δε μπορώ να γράψω γιατί κλαίω πάλι, ο πόνος αυτού του χωρισμού είναι και δικός μου.»

Όσο και να θέλω, δεν μπορώ να σε συμπονέσω. Ο πόνος σου δεν μου κάνει καμμία εντύπωση. Έκλαψες ένα απόγευμα, πόση ώρα; Δέκα λεπτά; Δεκαπέντε; Μισή ώρα ίσως; Έκλαψες και άλλο ένα απόγευμα, όταν μου έγραφες, φαντάζομαι και πάλι άλλο τόσο. Ίσως να βούρκωσες και κάποιο βράδυ στην αγκαλιά της κοπέλας σου, που θα κοίταξε αμέσως να σε παρηγορήσει, να γλυκάνει τον πόνο σου, να σου θυμίσει ότι όλα αυτά πάνε, πέρασαν πια, ότι στο κάτω-κάτω δεν έφταιγες εσύ, ότι επιτέλους μου ζήτησες συγγνώμη, δεν μπορείς πια να κάνεις τίποτε άλλο. Κι εσύ θα αφέθηκες στο αγκάλιασμά της, στα φιλιά της, θα άφησες να σου διώξει τον πόνο και να βάλει στη θέση του απόλαυση. Και καλά έκανες, τι άλλο να κάνεις άλλωστε;

Εγώ έκλαιγα κάθε νύχτα μια ώρα, δυο ώρες συνέχεια, στις τρεις και στις τέσσερις το ξημέρωμα με πνιχτούς λυγμούς, στον καναπέ για να μην με ακούσει κανείς, για δυο ολόκληρους μήνες. Εγώ ξεσπούσα σε αναφιλητά κάθε ώρα της ημέρας, κάθε στιγμή, την ώρα που μαγείρευα, την ώρα που δούλευα, την ώρα που έπαιζα με το παιδί, την ώρα που ετοίμαζα το πρωινό μας, ξαφνικά από το πουθενά άρχιζαν να αναβλύζουν δάκρυα και ένας λυγμός ανέβαινε στο λαιμό μου, και έσφιγγα τα σαγόνια μου για να τον συγκρατήσω, και απέστρεφα το πρόσωπό μου για να μη με δούνε, και έτρεχα στο μπάνιο και άνοιγα τη βρύση για να κλάψω λίγο με ησυχία, έστω πέντε λεπτά, έστω δέκα, χωρίς να χρειάζεται να συγκρατώ άλλο το θρήνο που ξεχείλιζε.

Δυο μήνες, πολλές φορές τη μέρα, πολλές ώρες τη νύχτα. Μονάχα μετά το προηγούμενο γράμμα που μου έστειλες, εκείνο που έλεγες ότι «ήρθε η ώρα να αποχαιρετιστούμε», μονάχα τότε μπόρεσα να βάλω μέσα μου μια παύλα δίπλα στην τελεία που είχες βάλει εσύ τον Αύγουστο και να ηρεμήσω λίγο. Πέρασα αρκετές μέρες χωρίς κλάμα, μονάχα λίγο βούρκωνα καμμιά φορά, όταν ήμουν μόνη ή αφηρημένη. Νεκρή μέσα μου, έρημη, ξεγυμνωμένη, αποκομμένη από κάθε συναίσθημα.

Και ύστερα ήρθε το γράμμα αυτό, που μου ζητούσες ειλικρινά συγγνώμη.

Ήταν η πρώτη αληθινή κουβέντα που άκουσα από σένα μετά τη γνωριμία σου μαζί της, η πρώτη κουβέντα από καρδιάς. Μου έκανε καλό, γιατί πήρες την ευθύνη σου ολόκληρη, όπως είχα πάρει κι εγώ τη δική μου προηγουμένως, και με ξεκούρασε. Αλλά ταυτόχρονα με μαλάκωσε, έλιωσε λιγάκι τον πάγο μέσα μου, και ξανάρχισα να κλαίω. Όχι τόσο πολύ όσο πριν, ούτε τόσο απεγνωσμένα. Δεν ήταν πια αναφιλητά αλλά βουβά δάκρυα, ένα ήρεμο ποτάμι θλίψης που ξεχυνόταν σε ανύποπτο χρόνο από τα μάτια μου. Τι να σου πρωτοπώ; Τι να σου δώσω να καταλάβεις;

Ως και χθες το βράδυ, μήνες μετά, εκεί που έτρωγα τη σούπα που είχε ετοιμάσει ο άντρας μου, ξαφνικά άρχισαν να κυλάνε δάκρυα και να πέφτουνε στο πιάτο. Δεν είπα τίποτα, ούτε κι εκείνος είπε τίποτα. Έχει συνηθίσει πια να με βλέπει να κλαίω δίχως να του λέω το λόγο. Κουράστηκε πια να ρωτάει και να του απαντώ «δεν θέλω να σου πω».

Κλαίω γιατί έχω μια όμορφη ζωή εδώ, μια όμορφη οικογένεια που με αγαπάει, κι εγώ δεν μπορώ να το χαρώ. Κλαίω γιατί δεν μπορώ να γευτώ αυτή τη νόστιμη σούπα που μου ετοίμασε με αγάπη ένας άντρας που εγώ δεν αγαπώ. Κλαίω γιατί δεν μπόρεσα να κάνω τη ζωή μου όπως την ήθελα, και το μόνο πια που μου απομένει, είναι να μην την εξευτελίσω, που λέει κι ο ποιητής.

Πόσο έκλαψες εσύ; Πόσο πόνεσες; Μια μέρα, δυο μέρες, τρεις; Λίγα απογεύματα, ένα μοναχικό απομεσήμερο; Πόσο πονάς και πόσο υποφέρεις όταν είσαι μαζί της; Την αγκαλιάζεις και σκέφτεσαι εμένα και πονάς; Σε φιλάει και ξεσπάς σε αναφιλητά; Κάνεις έρωτα μαζί της καταναγκαστικά, για να μην την πληγώσεις, ενώ κατά βάθος θα προτιμούσες να είσαι μόνος; Μετά τον οργασμό βυθίζεσαι σε θλίψη, νιώθεις οργή και απελπισία και αηδία για τον εαυτό σου;

Όχι βέβαια. Απολαμβάνεις και χαίρεσαι την παρουσία της στη ζωή σου.

Εγώ όμως τα κάνω όλα αυτά, αγόρι μου, όλα αυτά και ακόμη παραπάνω. Σέρνω τον εαυτό μου καταναγκαστικά, τον υποχρεώνω να ζήσει, να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, τον υποχρεώνω να μιλά, να χαμογελά. Μου είναι αδύνατον όμως να χαρώ, να γευθώ τη ζωή, να απολαύσω. Δεν πηγαίνω πια εκδρομές, δεν έχω διάθεση. Έχω δυο μήνες που δεν έχω πάει καθόλου για χορό. Τις προάλλες ξεκίνησα πάλι, πιέζοντας τον εαυτό μου να προχωρήσει, να μην αφεθεί. Το σώμα μου βαρύ, δυσκίνητο, άχαρο, έχανα τα βήματα, μα πάνω από όλα έχανα τη διάθεση. Θέλω να παραιτηθώ από όλα, να κουβαριαστώ σε μια γωνιά και να κλαίω, τίποτε άλλο.

Και κουβαλώ παντού σταυρό τον πόνο μου. Έχει καταλαγιάσει κάπως τώρα πια, είναι αλήθεια. Μετά από λίγους μήνες θα είναι υποφερτός. Σε δυο ή τρία χρόνια ίσως να μπορέσω και να σκεφτώ ξανά ότι ίσως θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη. Αλλά να ερωτευτώ ξανά; Να ερωτευτώ έτσι ολοκληρωτικά, να δοθώ τόσο απόλυτα όπως δόθηκα σε σένα;

Ποτέ πια, μωρό μου. Δεν έχω πλέον ψυχικά αποθέματα, δεν έχω πλέον πίστη στον έρωτα. Το ερωτικό μου κομμάτι είναι οριστικά νεκρό.

Εσύ ζητάς συγγνώμη, ρίχνεις και λίγο κλάμα και καθαρίζεις. Κανείς άλλωστε δεν περιμένει τίποτε παραπάνω από σένα, ούτε καν εγώ η ίδια.

Εγώ όμως μένω ακρωτηριασμένη, και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό.

Όπως είπε σε μια συνέντευξη η κόρη ενός θύματος τρομοκρατικής ενέργειας:

«Ο δολοφόνος μπορεί κάποτε να γίνει μετανοημένος δολοφόνος. Όμως ο νεκρός μένει οριστικά νεκρός.»

.

2 σχόλια:

Raven είπε...

Αδιαμφισβήτητα ένα από τα αγαπημένα μου...

Δεν θα σου πω πως όλα εδώ πληρώνονται, γιατί δεν ισχύει κατ'εμέ. Θα σου πω όμως πως ναι μεν δεν το νιώθεις τώρα, αλλά είσαι πολύ τυχερή που ένιωσες και έζησες κάτι τέτοιο... Όσο για εκείνον... Μακάρι να περνάει καλά. Το "καλά" το χρησιμοποιώ με συγκαταβατικό τρόπο πάντα, γιατί έτσι νομίζω πως περνάει. Και έτσι του αξίζει εξάλλου.

Φιλιά

Απονενοημένη Νοικοκυρά είπε...

Σ' ευχαριστώ. Ούτε που φανταζόμουν ότι θα έβλεπα ποτέ μου σχόλιο σ' αυτό το γράμμα.

Δεν νομίζω πως είμαι καθόλου τυχερή. Νομίζω πως είμαι απλώς μαλάκας. Αν ήμουν λιγότερο μαλάκας θα είχα προστατέψει τον εαυτό μου.

Και φυσικά όλα εδώ πληρώνονται. Ίσως να είμαι τυχερή που τουλάχιστον είχα να πληρώσω - αλλά τι να σου πω, έχω μείνει πανί με πανί. Δεν υπάρχει τίποτε πλέον.

Όσο για εκείνον, δεν θα προσποιηθώ ανωτερότητα: ειλικρινά εύχομαι να υποφέρει τα πάνδεινα και να ψοφήσει σαν σκυλί, αλλά δεν βλέπω ελπίδες. Όσο πιο σταρχιδιστής είσαι, τόσο πιο κοτσάνι την βγάζεις σε τούτη τη ζωή.